Εμείς στην Σαϊτάμα δεν ήμασταν… Ήταν η εποχή, που τα σημάδια έδειχναν ότι η μεγάλη “Απογευματινή” κατέρρεε. Πού καιρός να πληρώσει τα έξοδα για τέτοιες αποστολές; Ήταν ακόμη μια περίοδος, που ο υπογράφων είχε (σχεδόν) αυτοαποκλειστεί από το ομοσπονδιακό τσάρτερ της χαράς, αλλά χάρισμά τους το γλείψιμο!
Επομένως, είχαμε “στήσει” τη δική μας Σαϊτάμα στη Φειδίου 12, στα Εξάρχεια, δίχως να τρέφουμε ψευδαισθήσεις για το τι θα ακολουθούσε. Πλάκα κάναμε με τους συνεργάτες μας για το ακατόρθωτο. Πλάκα κάναμε και στον προϊστάμενο Δημοσθένη για να ταράσσεται και να βρίσκεται μονίμως σταντ μπάι, παρασκευιάτικα, που οι πολιτικές εφημερίδες έκλειναν νωρίς το μεσημέρι.
Και για μας, στις πολιτικές, καλομαθημένοι όντες, άρχιζε ένα Παρασκευοσάββατο απόλαυσης, ειδικά όσο διαρκούσε το καλοκαίρι. Έλα, που στο διάβα του αγώνα και ενώ “ήμασταν” στη Σαϊτάμα, στη δική μας Σαϊτάμα, εκεί στον παράδρομο, πίσω από το Ρεξ, κι ενώ όλη η εφημερίδα ήταν στο πόδι. Όλοι οι δημοσιογράφοι και λοιποί εργαζόμενοι σε όλους τους ορόφους είχαν καθηλωθεί. Ποιο παρασκευοσάββατο; Και ποιο φευγιό;
Όλοι άρχισαν να διαισθάνονται ότι η ιστορία του Δαυίδ με τον Γολιάθ θα επαναληφθεί. Ότι εκείνο το καρέ των κοντών, των πιο… ψηλών (σε αξία) κοντών που γνώρισε το παγκόσμιο μπάσκετ, ήτοι οι Παπαλουκάς-Διαμαντίδης-Σπανούλης-Ζήσης ήταν σε θέση, μαζί με τους τιτανοτεράστιους συμπαίκτες τους, να φτάσουν την Ελλάδα στο Διάστημα. Και ας μην έπαιζε ο Ζήσης. Και ας είχε χάσει ο Παναγιώτης Γιαννάκης το “μυαλό” του (Ζήση) στο παρκέ, εξαιτίας της δολοφονικής αγκωνιάς του Βαρεχάο.
Ο Ζήσης “έπαιζε” κι από τον πάγκο με τον τρόπο του και δεν επέτρεψε να φανεί το κενό του. Βασικά, όλοι εμείς στη “Σαϊτάμα” είχαμε κάνει τέτοια κερκίδα, που όταν ο αρχηγός Μιχάλης Κακιούζης έγραψε την “εκατοστάρα” στο τέλος, με την γνωστή ψυχραιμία στις βολές –με τον Ωρωπό Πρεβέζης να παίρνει «επ’ ώμου τα δίκανα» και να ετοιμάζεται για το “πάρτι” προς τιμήν του “δικού του παιδιού”– γίναμε “ένα κουβάρι”. Εκεί στον έκτο όροφο. Και συμμετείχαμε και εμείς στον “χορό” των διεθνών στο παρκέ.
Οι Καρμέλο, Τζέιμς, Ουέιντ και οι λοιποί Αμερικανοί του Σιζέφσκι είχαν αποδεχτεί την αποτυχία τους. Η Ελλάδα ταπείνωνε για πρώτη φορά σε όλα τα επίπεδα τις ΗΠΑ, και όπως και να το κάνεις, και πέρα από το γεγονός ότι είχαμε γονατίσει την μεγαλύτερη μπασκετική δύναμη του κόσμου, τα απωθημένα μας πολλά. Καλώς ή κακώς μας βγήκαν εκείνη την ώρα.
Για εκείνη την ελληνική καρπαζιά οι Αμερικανοί είχαν να το λένε χρόνια. Μέχρι που κάλεσαν Ελληνες διαιτητές και Έλληνες προπονητές στις ΗΠΑ για να τους μάθουν να διαχειρίζονται την άμυνα ζώνης και άλλα ευρωπαϊκά τερτίπια. Ο Κόμπι είχε βάλει στοίχημα ζωής να πάρει στα επόμενα τουρνουά εκδίκηση για τους συμπατριώτες του. Όμως, η 1η Σεπτεμβρίου 2006 και το 101-95 καταγράφηκαν στην ιστορία.
Τον Δημοσθένη, που τον είχαμε στην τσίτα, να που χρειάστηκε να σπεύσει, να ενημερώσει τα μεγάλα αφεντικά ότι πρέπει να γίνουν οι σελίδες άνω κάτω. Βεβαίως, ήδη είχαν κάνει τα κουμάντα τους και οι μεγάλοι. Δεν θυμόσαστε τον τίτλο, που είχαν βάλει οι… προκομμένοι στο πρωτοσέλιδο. Θαρρούμε ήταν “Παγκόσμια”. Οι πολιτικοί τίτλοι πήγαν περίπατο. Με ευχαρίστηση όλοι οι συνάδελφοι “έβαζαν μέσον” και μας παρακαλούσαν για να γράψουν κάτι για το ελληνικό έπος.
Ο χρόνος δεν έπαιρνε. Εμείς στη… Σαϊτάμα ακόμα. Ζαλισμένοι. Μεθυσμένοι. Και νευριασμένοι. Που δεν είχαμε εν προκειμένω την ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά, όπως άλλοι συνάδελφοι το γεγονός. Ζηλέψαμε αφόρητα. Στην Ιαπωνία, πάντως, ταξιδέψαμε πολλάκις νοητά από τότε.
Η ιστορία έγραψε. Βασικά την έγραψαν ο Γιαννάκης και οι συνεργάτες του εκτός παρκέ. Και κυρίως οι Παπαλουκάς, Σχορτσιανίτης, Σπανούλης. Φώτσης, Χατζηβρέττας, Ντικούδης, Τσαρτσαρής, Διαμαντίδης, Παπαδόπουλος, Κακιούζης, Ζήσης, Βασιλόπουλος εντός παρκέ.
Μπορεί στον τελικό να μην τα κατάφεραν και να μείναμε αμανάτι με το αργυρό μετάλλιο, αλλά ποιος θυμάται πέρα από τους Ισπανούς, ότι εκείνοι ήταν που κατέκτησαν τον τίτλο; Το Παγκόσμιο θαρρείς τελείωσε στον ημιτελικό της Ελλάδας…
“Τρέχουμε τώρα… Αλλάζουμε σελίδες, Γιάννη. Πάμε, πάμε…”