Οι απανταχού πατριδόπληκτοι βρήκαν έναν νέο ήρωα στο πρόσωπο του Ντάριο Σάριτς. Ο φόργουορντ των Σίξερς δήλωσε πως «σημαίνει τόσα πολλά για μένα να παίζω με την Κροατία, αλλά περνά από το μυαλό πως αν ίσως αφήσω ένα καλοκαίρι, θα γίνω καλύτερος παίκτης. Δεδομένα, θα ήμουν καλύτερος παίκτης, αν δεν έπαιζα τα τελευταία πέντε με έξι χρόνια στην εθνική ομάδα» για να συμπληρώσει «ο τρόπος που έχω επιλέξει ίσως είναι σωστός, ίσως είναι λάθος, αλλά πραγματικά απολαμβάνω να είμαι εκεί και να παίζω με τα παιδιά αυτά, εκπροσωπώντας τη χώρα μου».
Ο Σάριτς το… απολαμβάνει, αλλά το σκέφτεται. Άλλος σκέφτεται να το απολαύσει, άλλος προτιμά να γίνει καλύτερος παίκτης. Καθένας βάζει τους προσωπικούς του στόχους, καθώς το επαγγελματικό μπάσκετ κινείται με όρους οικονομίας κι όχι με εμβατήρια, με πύρινες ρομφαίες και λόγους, με «εθνικούς μειοδότες» ή «ήρωες της διπλανής πόρτας».
Ζητούμενο δεν είναι τι θα πράξει καθένα από τα παιδιά, που έχουν το δικαίωμα της επιλογής και κατ’ επέκταση η ανέξοδη αντίδρασή μας, ανάλογα με τον… θεό που πιστεύει καθένας, ανάλογα με το επίπεδο και την κουλτούρα του. Αυτά που για κάποιους είναι κόκκινες γραμμές, γι’ άλλους είναι παρωχημένες αντιλήψεις, ανθρώπων που δεν ξέρουν πού βρίσκονται και πού πηγαίνουν.
Ζητούμενο είναι να αποφασίσει η μπασκετική κοινότητα αν θέλει να βάζει τέτοια διλήμματα στους αθλητές, αν θέλει να βοηθήσει τους παίκτες να αναδείξουν όλο τους το ταλέντο, ή αν η συμμετοχή στην Εθνική πρέπει να συνεπάγεται και καθυστέρηση στην μπασκετική ατομική ανάπτυξη.
Αν η φανέλα με το εθνόσημο απαιτεί να μείνει πίσω ένας παίκτης, τότε δεν είναι απλά βαριά, είναι κι ασήκωτη. Και θαρρώ πως ένας παίκτης που διακρίνεται στο ΝΒΑ (για παράδειγμα), ακόμα κι αν δεν παίζει για κάποιο διάστημα στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, δεν αποκλείεται να αποτελεί τον κύριο εκφραστή, τον απόλυτο πρεσβευτή του αθλήματος για την πατρίδα του. Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, που ακόμα κι όταν δεν φορά τη φανέλα με το εθνόσημο, «γεμίζει» με ελληνικές σημαίες τα γήπεδα του ΝΒΑ.
Κάποτε οι Εθνικές ήταν τρόπος έκφρασης για παίκτες χωρών με όχι και τόσο ανεπτυγμένο μπάσκετ. Ήταν μονόδρομος για να τους ανακαλύψουν οι σκάουτερ και να παίξουν σε καλύτερα πρωταθλήματα. Οι καιροί άλλαξαν, οι παίκτες δίνουν πάνω από 80 αγώνες ετησίως (μιλάμε για την… αφρόκρεμα), άρα πρέπει να αλλάξει και η συχνότητα των απαιτήσεων των αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων.
Δεν είναι τρένο οι Εθνικές, που ξεκινούν κι όποιος θέλει ανεβαίνει ενώ είναι στις ράγες και τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Η ΦΙΜΠΑ έχει ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να διευκολύνει την εξέλιξη των αθλητών, άρα και του αθλήματος, κι όχι κάθε χρόνο να τους υποχρεώνει να παίζουν σε διοργανώσεις, οι οποίες έχουν χάσει την αίγλη και την αξία τους. Είναι προτιμότερο μια διοργάνωση που θα ενδιαφέρει όλο τον κόσμο κάθε 2-3 χρόνια, παρά μικροδιοργανώσεις της πλάκας, στα βάθη της Πολωνίας, ή σε συνδιοργανώσεις, με παίκτες που περιφέρονται από χωριό σε χωριό, λες κι είναι τσίρκο ή μπουλούκι άλλης εποχής.