Σκέφτηκα πολύ πριν γράψω αυτό το άρθρο, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα ξαναπούν για την “κόντρα” ανάμεσα σε ποδοσφαιρικούς και μπασκετικούς, αλλά κι επειδή το ποδόσφαιρο είναι ένας χώρος που ποσώς με ενδιαφέρει. Όμως, επειδή η βλακεία είναι μετακινούμενη και μεταφερόμενη, επειδή ο φόβος (έστω και των αντιδράσεων) δεν είναι σύμμαχος του δημοσιογράφου και ποτέ δεν τον είχα συμβουλάτορά μου, θα γράψω αυτό που νιώθω: Έχετε πλάκα, τελικά.
Διαβάζω τα post στο facebook κι αρχίζω να πιστεύω πως εκείνοι που έγραφαν τόσο καιρό είναι πλέον σε διακοπές, χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, κι ήρθαν άλλοι, να καλύψουν το κενό τους.
Ο “κοιμισμένος” Σάντος έγινε μάγκας επειδή είπε το αυτονόητο σε μια ανιστόρητη Βραζιλιάνα δημοσιογράφο (λες κι οι Έλληνες συνάδελφοι γνωρίζουν την ιστορία ή τις παραδόσεις της Βραζιλίας, εδώ δεν γνωρίζουν πού σκατά πέφτει η Ουρουγουάη και πότε γνώρισε ο… Κώστας τη Ρίκα) και πήρε θέση δίπλα στον λόρδο Βύρωνα, στους φιλέλληνες της ιστορίας.
Οι διεθνείς, που ήταν ένα μάτσο χάλια, που σκοτώνονταν μεταξύ τους, που δεν είχαν ξεπεράσει το μίσος μετά τα γεγονότα στην Τούμπα, έγιναν μια γροθιά, πρότυπο για κάθε Έλληνα (όλοι πλέον θέλουμε τα παιδιά μας να μοιάζουν στον Μανιάτη και στον Τζαβέλλα, εγώ ευτυχώς έχω κόρες), ψυχάρες.
Ο Χοσέ Χολέμπας, που περάσατε γενιές δεκατέσσερις επειδή δεν ξέρει να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο, έγινε Γιώργος (ου μην και Γιώργας), επειδή έκανε τρεις επελάσεις και δύο σέντρες. Αφήστε που από προβληματική “αριστερά“, έγινε Παπαφλέσσας.
Ο Γιώργος Καραγκούνης, για τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει περισσότερα ανέκδοτα από οποιονδήποτε άλλον παίκτη, έγινε “εμβληματικός αρχηγός“. Είναι (εμβληματικός αρχηγός), κατά την ταπεινή μου άποψη, αλλά παράλληλα είναι κι ο τύπος (“τυπάρας“, όπως λέτε) που τελειοποίησε την πτώση, βάζοντας πλέον και ηχητικό εφέ.
Ο Κώστας Κατσουράνης έχει διχάσει και διαδικτυακά τους Έλληνες, ο Φάνης Γκέκας κακώς σούταρε το πέναλτι κι όλοι (εγώ πάλι, χαμπάρι δεν πήρα) όσοι τον κράζουν ήξεραν από πριν ότι θα το χάσει, αλλά… Είμαστε Εθνικά Υπερήφανοι.
Θα πρόσθετα, είσαστε τσιφετέλληνες. Πανηγυρτζήδες της πλάκας, που ανάλογα με τη φορά του ανέμου πηγαίνετε, που το μόνο ενδιαφέρον για σας είναι να την πείτε στον άλλον. Αν όχι στο καφενείο, στο internet, να κράξετε τον Φίγκο, να γελάσετε με τους καημένους τους Ισπανούς που γύρισαν νωρίς πίσω.
Όλοι όσοι μετά την πρώτη ήττα από την Κολομβία έκαναν ανέξοδη κριτική και προπονητικής ευφυΐας σχόλια, ανακάλυψαν στον αγώνα με την Ιαπωνία ότι οι Έλληνες όταν παίζουμε με 10 είναι ψυχάρες (κι οι Κοσταρικανοί το έπραξαν, χωρίς να ζητήσουν να πάρουν ελληνική ιθαγένεια), εκστασιάστηκαν μετά τη σούπερ εμφάνιση κόντρα στην Ακτή Ελεφαντοστού και πλέον, μετά τον αποκλεισμό μας στα πέναλτι από την Κόστα Ρίκα νιώθουν ότι το Μουντιάλ δεν έχει αξία για κανέναν στον πλανήτη, αφού έφυγε η ομάδα που δίδαξε ποδόσφαιρο τους άμπαλους.
Αλλά πάλι, όταν εμείς (οι πρόγονοί μας, γιατί και το ποδόσφαιρο, και το μπάσκετ, και το ράγκμπι, αρχαίοι Έλληνες το ανακάλυψαν) παίζαμε μπάλα, εσείς κατεβάζατε μπανάνες από τα δέντρα.
Συγνώμη, αλλά (το ξαναγράφω) έχετε μεγάλη πλάκα. Κι αν κάποιοι μέσα σε αυτές τις αράδες αναγνωρίζετε τον εαυτό σας, μην σας χαλάει που σας χλευάζω. Έχετε κάνει ένα βήμα αυτογνωσίας. Καλό είναι…
Υ.Γ.: Αν δεν το κάνατε ήδη, διαβάστε ένα έξοχο άρθρο από τον Μάνο Σπανό. Προσυπογράφω (όχι πως το έχει ανάγκη).