Koίτα να δεις, που περιμέναμε το κακό με τον… Σάκη (Μπουλά) και χάσαμε την έκπληξη. Και δεν συγκινηθήκαμε όσο θα έπρεπε. Και δεν ψυχοπλακωθήκαμε. Και δεν δακρύσαμε. Ίσως, γιατί το ξαφνικό, το απρόοπτο “πουλάει” και ρυθμίζει ακόμη και το… δακρύμετρο της καρδιάς μας.
Τι μακάβριο; Μακάβριο για έναν κοινό νου. Όχι, για το νου του ανατρεπτικού Σάκη, που έτσι ή αλλιώς τον είχαν πεθάνει… 500 φορές στα διαδίκτυα ενώ ήταν ακόμη υγιής και πάντα διασκέδαζε με όσους του έκαναν την πλάκα. Βρε, μπας και μας έκανε αυτός (ο Σάκης) πλάκα τώρα; Μπα.
“Γκράφιτι…” Η εκπομπή της ΕΡΤ. Τέλη δεκαετίας του ’80. Σχολείο στην επαρχία πηγαίναμε. Εκεί “γνωρίσαμε” τον Σάκη. Όταν πρωτοτραγούδησε το “Μπανάκι μανάκι”. Μαζί με τον “διόσκουρό” του, τον Ζουγανέλη. Και με τη μάνα να φωνάζει που βλέπαμε αυτές τις “χαζομάρες” και παραμελούσαμε τα μαθήματά μας. Αργότερα, το έφερε η μοίρα.
Συναντήσαμε τον Σάκη στην οδό Σολωμού στα Εξάρχεια. Εκεί κατοικοεδρεύαμε. Εκεί γνωρίσαμε τους πρώτους φίλους μας στην Αθήνα. Εκεί ξαναπεράσαμε πριν μερικά χρόνια. Με το… Αχ να αχνοφαίνεται στην ταμπέλα. Το “Μαρία” δεν υπήρχε. Το έφαγε ο χρόνος. Σχεδόν γκρεμοχαλάσματα.
Όμως, ποιος… ξεχνά το “Αχ Μαρία”, που μας έφτιαχνε τα βράδια, μετά το άγχος και την πίεση στην “Απογευματινή”. Ανεβαίναμε με άλλα καλόπαιδα. Δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, αναρχικοί, βασιλικοί, ανένταχτοι. Μόνο φασισταριά δεν θέλαμε στην παρέα. Ετερόκλητοι χαρακτήρες. Διαφορετικοί. Χανούμια, γάβροι, βάζελοι και άλλων χρωματικών αποχρώσεων. Μπουζουκόβιοι, ροκάδες, μεταλάδες. Όλοι μαζί. Στο “Αχ Μαρία” είχαν θέση όλοι. Μας ένωνε όλους το πηγαίο ταλέντο του σόουμαν Σάκη.
Που δεν τραγούδησε στο Μέγαρο. Δεν έπαιξε στην Επίδαυρο. Δεν ερμήνευσε το “Άξιον Εστί”. Δεν υποδύθηκε τον Οιδίποδα Τύραννο.
Μα, πώς κατάφερε να μπει στις καρδιές μας; Κι όμως. Έκανε τις βραδιές μας πιο όμορφες τότε. Είτε συμφωνούσαμε, είτε διαφωνούσαμε με την ουσία των αλληγορικών στίχων του, που ενίοτε έγραφε και ο ίδιος, αλλά μοίραζε και σε άλλους καλλιτέχνες, το απολαμβάναμε. Μπουλάς, Ζουγανέλης, Παπαδόπουλος, Παπακωνσταντίνου, Βόσσου, Σιδέρη. Αλησμόνητη παρέα. Δυνατή παρέα. Απ’ έξω κυνηγιόντουσαν οι αντιεξουσιαστές, αλλά και τι έγινε; Δεν θυμόμαστε κανένα επεισόδιο να προκάλεσε ζημιά ή να χάλασε τη ζαχαρένια μας.
Το “αχταρμά” της δικής μας παρέας άλλωστε είχε και κάποιους, οι οποίοι μετά το “σύρμα” είτε μας προστάτευαν, είτε μας χαιρετούσαν ευγενικά για να σπεύσουν σε μία ακόμη “ταξική μάχη” με μπατσόνια… Έτσι τα έλεγε ο Άλκης. Χαθήκαμε. Να είναι καλά, όπου και να ‘ναι.
Ο Σάκης υπήρξε ανατρεπτικός καλλιτέχνης, που γνωρίσαμε για την ιδιόμορφη φωνή του και το ανεπιτήδευτο χιούμορ του, που μαζί με τον “Ζούγα” τσάκιζε κόκαλα τότε. Αργότερα, εισέβαλε τόσα γλυκά, τόσο οικεία και στα σπίτια μας, με πιο εξελιγμένες μορφές “Γκράφιτι”, σε κοινωνικές κωμωδίες, κλέβοντας την παράσταση κι από φτασμένους ηθοποιούς, ακριβώς γιατί έπαιζε τον εαυτό του.
Ο Σάκης με το σκουλαρίκι στα αυτιά, που κάποτε “έβριζε” η μάνα μας, έκανε τελικά και τη μάνα, και τη θεία, και την οικογένεια ολόκληρη να τον λατρέψει. Και να βλέπουν και να τον ξαναβλέπουν όλες οι ηλικίες στις χιλιάδες επαναλήψεις της τηλεόρασης.
Ο αντισυστημικός Σάκης έφυγε νωρίς. Πάει στη γειτονιά των αγγέλων. Για να βρει τους πολλούς σπουδαίους του χώρου του. Για να τους προκαλέσει πανικό. Με το χαμόγελο και την αυθάδεια. Όχι από έλλειψη σεβασμού. Αλλά για να υποστηρίξει και εκεί την διαφορετικότητα, που τον έκανε ξεχωριστό. Για να ξεφτιλίσει το δήθεν… Γιατί το δήθεν ξεφτίλισε… Χρόνια τώρα.
Το “Φλασάκι”, που αγαπήσαμε, αντιπροσωπευτικό του Σάκη, που λατρέψαμε…
“Από μικρός φαινόμουνα
τι σόι μαλαπέρδας θα γινόμουνα.
Με στείλανε λοιπόν να μάθω γράμματα
γιατί ήταν λέει του θεού τα πράματα.
Δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο
για να με κάνουν έξυπνο και δίκαιο.
Mε μάθανε κλαρίνο πως να στέκομαι
και προπαντώς να μην τους αντιστέκομαι.
Με στείλανε κατόπιν φροντιστήριο
γιατί είχα ανάγκη από σωφρονιστήριο.
Mου φέρθηκαν σαν να `μουνα φαινόμενο
και τούτο ήταν φυσικό και επόμενο.
Με θέλανε στρατιώτη και υπάλληλο
με σθένος υψηλό και απαράμιλλο.
Και θαύμαζε ο πατέρας μου τον Μπότσαρη
και άντε να την βγάλω τώρα καθαρή
φαντάρος και καλλιόπη και δεν ψάρωσα.
Υπέφερα λιγάκι μα καθάρισα”.
Καλό ταξίδι, τυπάρα Σάκη!