Στην αλάνα της οδού Κεραμικού. Πίσω από το πατρικό μου. Με τη μάνα μου να βγαίνει στο πίσω μπαλκόνι και να με φωνάζει για “να μαζευτώ“. Να φάω και να διαβάσω τα μαθήματά μου. Αλλά, εγώ εκεί. Με τη δερμάτινη μπάλα στα πόδια, να κυλιέμαι στα χώματα μαζί με τον Κώστα και τον Τόλη. Με δύο πέτρες για δοκάρια, κάτι σκισμένα Ζήτα Ελλάς, αλλά μπόλικη ξεγνοιασιά.
Αγάπη για το παιχνίδι. Μέχρι να νυχτώσει και να μη βλέπουμε μπροστά μας. Πανηγυρίζοντας κάθε γκολ σαν να παίζουμε στον “μεγάλο τελικό“. Πειράζοντας τον “Ντεμέλο” τον Παναθηναϊκάκια γείτονα, που όποτε με έβλεπε με την μπάλα στα πόδια μου φώναζε “έμπαινε Γιούτσο“. Έχοντας ινδάλματα τον Γαλάκο, τον Κυράστα, τον Βαμβακούλα, τον Μαύρο. Τον Νοβοσέλατς και τον Μπάγεβιτς…
Ακόμη θυμάμαι ένα οικογενειακό ταξίδι στην Καστοριά. Στο “Τσάμης” να παίρνουμε πρωινό και δίπλα μας, ω ναι, όλη η ομάδα του ΠΑΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ένα φύλλο τετραδίου, αυτό της “αριθμητικής” με τα πολλά “κουτάκια” και ένας μπικ ήταν αρκετά για να μου χαρίσουν ένα μοναδικό κειμήλιο: Τις υπογραφές όλων των παικτών του. Φορτούλα, Τερζανίδης, Γούναρης, Ιωσηφίδης, Νέτο Γκουερίνο, Σαράφης, Κωστίκος… Και Κούδας.
Ο πατέρας μου, αν και αμιγώς ερυθρόλευκων καταβολών, μου σχεδίασε και έναν δικέφαλο αετό. Σαν να είχα πετύχει χατ-τρικ στον τελικό του Πρωταθλητριών…
Το ποδόσφαιρο ήταν η διασκέδασή μας. Ανεξαρτήτως της ομάδας που υποστηρίζαμε. Ήταν το παιχνίδι μας. Η αποτοξίνωσή μας. Η μπάλα ο καλύτερός μας σύντροφος και όχι το ποντίκι του κομπιούτερ. Ήταν οι διαμαρτυρίες μας στον “διαιτητή“. Ήταν η γκρίνια για το αν μπήκε γκολ ή όχι, στη νοητή γραμμή των κάθετων “αόρατων” δοκαριών.
Ήταν η αγωνία για το αν η γειτόνισσα στις τριανταφυλλιές της οποίας προσγειώθηκε η μπάλα, μετά από μία στραβοκλωτσιά, θα μας την επιστρέψει. Τις περισσότερες φορές την κρατούσε “προς γνώστη και συμμόρφωση” για μία μέρα και την επέστρεψε την επομένη “αρκεί να μην το ξανακάνουμε“.
Εμείς την επόμενη φορά σημαδεύαμε μία άλλη. Ένα άλλο μπαλκόνι. Ενίοτε και τις ευαίσθητες, όσον αφορά το υλικό που ήταν φτιαγμένες, πόρτες από τα λιγοστά Fiatακια της γειτονιάς, δημιουργώντας ξεχωριστά βαθουλώματα, για τα οποία μετά κάναμε τους ανήξερους.
Προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τους σταρ της εποχής. Και ας τους βλέπαμε κάθε Σάββατο στην εκπομπή της ΥΕΝΕΔ μετά το σχολείο (ναι, τότε πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα). Δεν είχαμε youtube και instagram. Όλα τα αποτυπώναμε την ίδια στιγμή στον σκληρό δίσκο της μνήμης μας. Το πιο γρήγορο download και upload. Παίζαμε και δεν θέλαμε να τελειώσει ποτέ αυτή η μοναδική σχέση με τη “δερμάτινη“.
Προς τι όλα τα παραπάνω από έναν -θεωρητικά- μπασκετικό δημοσιογράφο; Ελάτε τώρα, νομίζατε ότι εμείς γεννηθήκαμε με μία μπάλα μπάσκετ δίπλα μας; Όχι δα. Το ποδόσφαιρο για μένα και για τους περισσότερους της γενιάς των 40+ είναι κάτι ή όλα τα παραπάνω.
Όλα αυτά που αντιπροσωπεύει -ειδικά την τελευταία 10ετία- ένας παίκτης, που για όλους εμάς κάθε φορά που ακουμπάει την μπάλα, μας θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια. Και ας τον… κράζουμε κάθε φορά που πέφτει στο χορτάρι και διαμαρτύρεται.
Κάθε φορά που εκτινάσσεται σαν να τον χτύπησαν χίλια βολτ όταν τον ακουμπάει ο αντίπαλος. Που πανηγυρίζει κάθε γκολ, κάθε πάσα σαν να είναι η πρώτη και μαζί η τελευταία του στη “μπάλα“. Που γκρινιάζει στον διαιτητή, που ζει κάθε στιγμή με την ίδια ένταση, σαν να βρίσκεται στην αλάνα με την παρέα του για το “διπλό” “Βραζιλία – Ιταλία“.
Τα ίδια κάναμε –ου μην και χειρότερα– κι εμείς… Που παρά τα 36 του χρόνια συνεχίζει να δει κάθε στιγμή ξεχωριστά. Δεν το έχω πει ποτέ, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Γιώργο Καραγκούνη, είσαι ο τωρινός ήρωας των παιδικών μου χρόνων. Σε ευχαριστούμε.
Και κάτι ακόμη: Μην τολμήσεις να σταματήσεις την μπάλα. Κάνε και άλλους να την αγαπήσουν όσο εσύ…