Ο Μιχάλης Κακιούζης, που έχει γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία με την Εθνική Ελλάδας, «φιλοξενήθηκε» σε εκπομπή του ΕΟΚ web radio και «μοιράστηκε» όλες τις κορυφαίες μπασκετικές του εμπειρίες με τη «γαλανόλευκη».
Αναλυτικά είπε:
Για τη διαφορά του παίκτη με τον προπονητή: «Τα τελευταία 5 χρόνια που είμαι επαγγελματίας προπονητής είναι τεράστια η διαφορά. Παρ’ όλο που ο παρονομαστής είναι κοινός, το μπάσκετ, όλα τ’ άλλα είναι τελείως διαφορετικά. Είναι κάτι που είχα στο μυαλό μου και μου άρεσε πάρα πολύ ακόμη κι όταν έπαιζα. Ομολογώ πως μου αρέσει περισσότερο το να είμαι προπονητής απ’ ότι παίκτης. Αυτό που έχει διαφορά είναι ότι σαν προπονητής έχει λιγότερο άγχος απ’ ό,τι αν παίζεις».
Για τον τελικό στη Σαιτάμα με την Ισπανία το 2006: «Όσες φορές και αν ξαναπαίζαμε με εκείνη την Ισπανία δεν είχαμε καμία τύχη. Δεν παίξαμε καλά στο παιχνίδι. Μετά την ενωμένη Γιουγκασλαβία, η Ισπανία ήταν η καλύτερη ομάδα που έχει περάσει. Σε κάθε μεγάλη διοργάνωση ήταν πάντα στα μετάλλια. Στο προηγούμενο παιχνίδι με τις ΗΠΑ ό,τι κάναμε έπιανε, με την Ισπανία 3 φορές που μπορούσαμε να μειώσουμε σε μονοψήφιο αριθμό και να βρούμε μομέντουμ δεν έβγαινε, ενώ οι Ισπανοί τα έβαζαν όλα. Νομίζω, όμως, ότι όλα αυτά είναι η βάση και η ιστορία την οποία πρέπει να θυμόμαστε και πάνω σε αυτήν πρέπει να «χτίζουμε» για να γίνουμε ακόμη καλύτεροι».
Για το Eurobasket του 2005: «Όλα τα λεφτά ήταν το παιχνίδι με τη Ρωσία. Ήταν η 1η φορά μετα από 2 αποτυχίες σε Eurobasket, στις οποίες δεν είχαμε καταφέρει καν να περάσουμε στην επόμενη φάση. Το παιχνίδι με τη Ρωσία, αλλά και μετέπειτα με το Ισραήλ, ήταν το έναυσμα για να γίνει αυτό που έγινε στη συνέχεια. Φυσικά έπαιξε ρόλο και η τύχη, γιατί το σουτ του Δημήτρη (σ.σ. Διαμαντίδη) με τη Γαλλία μπορεί να μην είχε μπει».
Για το Eurobasket του 1987: «Αυτό που συνέβη τότε δεν ήταν άθλος για το ελληνικό μπασκετ, ήταν άθλος για τον ελληνικο αθλητισμό. Ήταν και δύσκολη περίοδος όσον αφορά το πολιτικό κομμάτι της Ελλάδας και τα λοιπά. Όποιος θυμάται το 1987, δε θυμάται ότι αφορά το μπάσκετ σαν γενική έννοια, αλλά τον αθλητισμό. Πάνω σε αυτό «χτίστηκε» όλη αυτή η πορεία. Κάποιοι δούλεψαν, κάποιοι στερήθηκαν, κάποιοι έκαναν λάθη, κάποιοι σωστά, αλλά αυτή η βάση άρχιζε και γιγαντωνόταν σιγά σιγά. Είχε διάρκεια. Σαφώς υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω, όμως το 1987 ήταν το ορόσημο».
Για τον Παναγιώτη Γιαννάκη: «Είχα την τύχη από πολύ μικρός να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς προπονητές. Ο Γιαννάκης, ο Γκάλης, ο Φασούλας και όλα τα παιδιά του ’87 γενικότερα ήταν «κάδρο» για τη δική μου γενιά και όταν τυχαίνει να συνεργαστείς με κάποιον απ’ αυτούς, αυτόματα νιώθεις δέος και απόλυτο σεβασμό. Με βάση τις εμπειρίες και το πώς σου τις μεταδίδει κάποιος, ο Γιαννάκης είναι απ’ τους κορυφαίους που έχω συνεργαστεί»
Για την τωρινή Εθνική Ελλάδας: «Η Εθνική μας τώρα έχει τις δυνατότητες, το ταλέντο, τους παίκτες και τη «δίψα» να επιστρέψει και πάλι στην κορυφή. Όλες οι Εθνικές ομάδες έχουν τα πάνω και τα κάτω τους. Τώρα πλέον είναι η σειρά της δικής μας Εθνικής να αρχίσει να «βαδίζει» προς την κορυφή».