Ο Βαγγέλης Αγγέλου μίλησε στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου Ελλήνων Προπονητών Καλαθοσφαίρισης για την εμπειρία που είχε στην Αίγυπτο με τη Ζάμαλεκ.
Αναλυτικά όσα δήλωσε στην ιστοσελίδα του ΣΕΠΚ:
Για την τελευταία εμπειρία που είχε στο εξωτερικό, με τη Ζάμαλεκ, και όσα τον οδήγησαν στην απόφαση να αποδεχθεί την πρόταση που του έγινε: «Ο προπονητής χαρακτηρίζεται από δύο καταστάσεις: την ιδέα και την πρόκληση. Η ιδέα βασίστηκε στο γεγονός πως το μπάσκετ τροφοδοτείται όλο και περισσότερο στην Ευρώπη από Αμερικανούς, όπως αντίστοιχα το ΝΒΑ τροφοδοτοτείται όλο και περισσότερο πολλούς Αφρικανούς. Επειδή η συγκεκριμένη πρόταση ήταν από ομάδα που συμμετείχε τα προηγούμενα χρόνια στην African League, ήθελα να γνωρίσω πώς οι παίκτες εκεί αντιλαμβάνονται το μπάσκετ. Από εκεί και πέρα, το θέμα με την Αίγυπτο ήταν και πρόκλησης.
Πρόκειται για μια χώρα 110 εκατομμυρίων κατοίκων, στο πρωτάθλημα της οποίας μπορεί να συμμετέχει μόνο ένας ξένος. Έτσι έχεις τη δυνατότητα να δουλεύεις περισσότερο με γηγενείς παίκτες. Αυτές οι δύο καταστάσεις ήταν που με οδήγησαν στην απόφαση να αποδεχτώ την πρόταση της Ζάμαλεκ. Πέντε μήνες που έμεινα εκεί, υπήρχαν καλά, αλλά και μη συμβατά προς εμένα πράγματα. Το κυριότερο όλων ήταν πως δεν υπάρχουν δομές, μια ιεραρχία. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε κάποιες δομές, αλλά υπάρχει πολύς δρόμος ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί το άθλημα στην Αίγυπτο».
Για το πώς βλέπουν το άθλημα στην Αίγυπτο: «Πρώτον, δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις, αυτό είναι το μεγαλύτερο θέμα. Δεύτερον, δεν δίνουν χρόνο ώστε να μπορείς μέσα από την προπόνηση να γίνεις καλύτερος. Δεν υπάρχουν αποδυτήρια, ας πούμε, σε πολλές ομάδες. Το μεγαλύτερα θέμα, όπως είπα, είναι οι γηπεδικές συνθήκες. Το αμέσως επόμενο είναι πως δεν υπάρχει η μπασκετική κουλτούρα, τουλάχιστον στο κομμάτι συνεργασίας των ανθρώπων και της κατανομής ρόλων. Υπάρχει ένα έλλειμμα σε αυτό. Ελπίζω σιγά σιγά, με τη βοήθεια του ΝΒΑ και της FIBA, να εργαστούν εκεί κάποιοι ξένοι ώστε να μπορέσουν να συνθέσουν περισσότερο με νέους ανθρώπους μια αρχή συνεργασίας, ώστε μετά να χτιστούν κάποιες δομές για τις ομάδες, από την προπονητική μέχρι τον σωστό ύπνο και τη διατροφή».
Για το πόσο έχει αλλάξει η δουλειά του προπονητή τα τελευταία χρόνια, ειδικά στο κομμάτι της ανάλυσης και του scouting: «Αυτό είναι θέμα εξέλιξης. Υπάρχουν τεχνολογικά εργαλεία, που μπορεί να σου προσφέρει μια ανάλυση. Για μένα το δεδομένο δεν είναι αυτό, να πάρω μια πληροφορία, αλλά τι κάνω εγώ με αυτή την πληροφορία. Πόσο χρόνο έχω και με ποιον τρόπο μπορώ να την περάσω στην ομάδα. Κι εν συνεχεία σε τι κατηγορία αθλητή την περνάω. Εννοώ σε έμπειρο ή σε νεαρό αθλητή. Έχουν προκύψει στη δουλειά του προπονητή διάφορες καταστάσεις.
Από τη μία μπορεί να υπάρχει ικανοποίηση γιατί έχει την πληροφορία και εξελιγμένη μορφή scouting, από την άλλη δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο, παίκτες για μεγάλο διάστημα, προκειμένου να την περάσει. Μπορεί ένας προπονητής να πρέπει να δουλέψει σε μια ομάδα για τρεις μήνες, για παράδειγμα. Ζούμε σε μια εποχή χωρίς υπομονή και με οικονομικά προβλήματα στις ομάδες, που εμποδίζουν το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει ένας προπονητής. Γι αυτό κιόλας όλο και περισσότερο η δουλειά μειώνεται, με αποτέλεσμα ο προπονητής να εξελίσσεται περισσότερο σε διαχειριστή, παρά σε κάποιον που σχεδιάζει και χτίζει.
Από εκεί και πέρα, στο υψηλότερο επίπεδο έχουν αυξηθεί οι αγώνες, οπότε -εκτός των άλλων- υπάρχει ένα ενεργειακό θέμα. Το δεύτερο είναι σε ποιο πρωτάθλημα συμμετέχεις. Πχ το ισπανικό είναι από τα πιο δύσκολα, υπάρχει μεγάλη καταπόνηση. Και πάλι όμως, είναι χωρισμένο το μπάσκετ σε κατηγορίες. Κάποιες ομάδες κάνουν παραγωγή και ανάπτυξη παικτών, κάποιες άλλες θέλουν πιο έμπειρα παιδιά για τον πρωταθλητισμό».
Για το πώς επηρεάστηκε σε επίπεδο φιλοσοφίας στην πορεία της καριέρας του: «Ένα από τα πράγματα που αντιμετωπίζει ένας προπονητής σε επίπεδο συνείδησης, είναι αν μπορεί να επιβάλλει τη φιλοσοφία του ή να προσαρμοστεί. Μετά από καιρό, από οποιαδήποτε θέση, καταλαβαίνεις πως σε ό,τι έχει σχέση με το επάγγελμα καθεαυτό, η πρώτη δυνατότητα είναι αυτή της προσαρμογής παρά της επιβολής πραγμάτων. Αναφορικά με τη δική μου καριέρα, τα πρώτα χρόνια προσπαθούσα να περάσω πράγματα, τα πρώτα έξι χρόνια για παράδειγμα λειτουργούσα έτσι. Τα επόμενα είκοσι κλήθηκα να προσαρμοστώ. Τελικά, η δουλειά του προπονητή είναι να προσαρμόζεται περισσότερο, παρά να επιβάλλει φιλοσοφία γιατί δεν έχει πια τον χρόνο να το κάνει».
Για το πώς ένας καλός βοηθός μπορεί να γίνει καλός πρώτος προπονητής: «Έχουν αλλάξει οι εποχές, έχει περάσει από πολλά στάδια το επίπεδο του συνεργάτη. Πλέον οι συνεργασίες είναι πιο εξειδικευμένες. Μπορεί να είναι με scout, με προπονητή ατομικής βελτίωσης, με συνεργάτη στο κομμάτι της τακτικής. Υπάρχουν πολλές ειδικότητες στην προπονητική. Είναι σημαντικό να ξέρει κανείς που είναι και τι θέλει να κάνει. Σημαντικό είναι επίσης να μπορεί να περάσει από όλα αυτά τα στάδια. Να κάνει ατομική προπόνηση, να έχει προσωπική επαφή με τον παίκτη, να είναι περιεκτικός και ουσιαστικός μέσα από την εικόνα, δηλαδή να μπορεί να αναλύσει τον αντίπαλο και να εξηγήσει στον παίκτη ποια είναι τα καλά και ποια είναι τα κακά. Γενικά να μπορεί να ασχολείται με τη βελτίωση, συνολικά. Θα ξαναπώ όμως, πως το σημαντικότερο όλων είναι να έχεις χρόνο να διαθέσεις στη δουλειά και την ομάδα σου».