Είναι παράδοξο, για κάποιον που προσπαθεί να λύσει σοβαρά ζωτικά προβλήματα που τον απασχολούν και να κρύψει τη γύμνια του, να ξεκινάει την προσπάθεια επίλυσης, με την εξασφάλιση ημίψηλου καπέλου, κατάλληλου για smoking περιβολές. Ο Πιτίνο είναι σίγουρα ημίψηλο, για τη σημερινή κατάσταση του μπάσκετ στην Ελλάδα.
Βέβαια, θα παρουσιαστεί ως επιτυχία της ΕΟΚ και ως όπλο στη διαμάχη που έχει με το Υπουργείο, ευτελίζοντας με αυτό τον τρόπο, το μεγαλείο της κίνησης Πιτίνο, υποβιβάζοντάς το σε διοικητική επιτυχία. Η αλήθεια, όμως, δείχνει να είναι άλλη: Ο Πιτίνο επέλεξε κι ανέλαβε την Εθνική ως προσωπικό στοίχημα και δεν του την ανέθεσε κανείς.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι πιστευτό ότι η παρουσία Πιτίνο βασίζεται σε πρόταση που του έγινε να αναλάβει αφιλοκερδώς; Κάτι τέτοιο θα ήταν μνημείο θράσους. Μοιάζει περισσότερο με πρόταση του Πιτίνο να αναλάβει αφιλοκερδώς. Μια πρόταση που δεν μπορείς να πεις όχι. Κάτι τέτοιο θα ήταν μνημείο ηλιθιότητας.
Το «αφιλοκερδώς» καθησυχάζει και τις ανησυχίες αυτών, που αγωνιούν για την καριέρα των παιδιών τους στη συλλογή φρούτων, που πιστεύουν ότι κινδυνεύει από τους ξένους.
Το πολυτελές αθλητικό σκεπτικό, που βασίζεται κι εκπέμπει η απόφαση Πιτίνο, αξίζει σεβασμού, γιατί αντιμετωπίζει ως πρόκληση να οδηγήσει την Εθνική σε επιτυχίες, ύστερα από πολύ καιρό, βάζοντας στο τραπέζι του στοιχήματος το αναγνωρισμένο υψηλό προσωπικό του αθλητικό κύρος, αναλαμβάνοντας το ρίσκο μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, που περικλείει πάντα μια αθλητική δραστηριότητα.
Ίσως είναι από τις λίγες φορές που ο προπονητής θα είναι ο απόλυτος υπεύθυνος για τα θέματα της Εθνικής ομάδας, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης από τρίτους και θα εμπνέει σεβασμό με τα αθλητικά του επιτεύγματα, όπως άλλωστε θα έπρεπε πάντα να ισχύει.
Αν, όμως, για κάθε θέμα της Εθνικής απευθυνόμαστε στον Πιτίνο, τότε η Ομοσπονδία τι θα κάνει που το μόνο μέλημα της, όπως αυτή αντιλαμβάνεται τον ρόλο της, είναι η διαχείριση της ομάδας ως συνοικιακό σωματείο; Το να απευθυνθείς πλέον στην ΕΟΚ για να μάθεις για την Εθνική ομάδα, θα είναι σαν να ρωτάς τον Μίκυ Μάους πώς πάει η Disney. Μήπως θα έπρεπε να ασχοληθεί επιτέλους με τα μεγάλα προβλήματα του χώρου.
Αν όμως ως μείζον θέμα που απασχολεί τον αθλητισμό -κατά τις ομοσπονδίες- είναι οι θητείες των προέδρων, τότε να προέρθει από θαύμα η λύση, θα θεωρείται η πιο ρεαλιστική προσδοκία.
Αν και το θέμα είναι θανάσιμα βαρετό, υποχρεωνόμαστε να ασχοληθούμε, γιατί τόσο η γέννηση του προβλήματος της γήρανσης των Δ.Σ. ομοσπονδιών , όσο και η προσπάθεια αντιμετώπισής του, περιέχουν στοιχεία αντιδημοκρατικής πρακτικής, που καθιστούν το επιχείρημα περί αυτοδιοίκητου φτηνή δικαιολογία, μπας και πιάσει.
Τόσο η εδραίωση προσώπων Ομοσπονδιών οφείλεται σε κρατική και κομματική παρέμβαση, άλλο τόσο και η δια φωτογραφικών νόμων αντιμετώπιση των συμπτωμάτων δεν βοηθούν στην προσπάθεια διαμόρφωσης δημοκρατικής συνείδησης, αλλά και ούτε λύνουν το πρόβλημα.
Η διαμόρφωση συνειδήσεων (θρησκευτική, εθνική κλπ.), που είναι ο κεντρικός στόχος των κυβερνώντων, όπως αφελώς αποκάλυψε η Υπουργός Παιδείας, σκοπό έχουν την αποδοχή πρακτικών που εξυπηρετούν τις επιδιώξεις ενός δήθεν υπέρτατου σκοπού, ασχέτως της ηθικής απαξίας της πράξης. «Ας σπάσει καμιά πόρτα η αστυνομία»…
Όσοι επιχαίρουν με τη δια νόμου κατάργηση υπέργηρων προέδρων, ωθούμενοι από το μπαΐλντισμα της πολύχρονης αυταρχικής παρουσίας τους, δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι πρόκειται για εξίσου αυταρχική ενέργεια, που βάζει ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν. Το βασικότερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Τι γίνεται αν τους θέλει ο λαός; Ή αν δεν υπάρχει άλλη λύση, σε μικρότερες ομοσπονδίες;
Μήπως η λύση βρίσκεται στον ορισμό του τι εννοούμε «λαός»; Θα ακουγόταν λογικό αν στις Γενικές Συνελεύσεις μετείχαν σύνεδροι που ελέγχουν τη διοίκηση και όχι άσχετοι, ως επίφαση δημοκρατίας, που αποφασίζουν με βάση τις δημόσιες σχέσεις και της εικόνας που δημιουργούν τα γραφεία Τύπου.
Αν από μια τέτοια Γ.Σ. έβγαινε τέτοιο αποτέλεσμα, τότε θα ήταν υπεύθυνοι για τις επιλογές τους. Αν δεν συνειδητοποιήσουν τα σωματεία την κατάσταση που επικρατεί, θα είναι τουλάχιστον συνυπεύθυνα και κανένας νόμος δεν θα μπορεί να δώσει λύση, παρά θα διαιωνίζει το πρόβλημα.
Θα αναρωτηθεί κανείς «μα γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να διεκδικήσει την ΕΟΚ όλα αυτά τα χρόνια;». Η ερώτηση αυτή προκαλεί το ίδιο γέλιο, με αυτή που προκαλεί όταν λέμε «επενδυτής» στο μπάσκετ.
Στις εκλογές της ΕΟΚ μετέχουν περίπου 600 σωματεία. Ο ενδιαφερόμενος διεκδικητής πρέπει να έχει άπειρο ελεύθερο χρόνο, λίστα με το σύνολο των σωματείων και των αντιπροσώπων (την οποία κατά μία πρόβλεψη θα προμηθευτεί με εξώδικο και δικαστικούς αγώνες), και διάθεση να έρθει σε επαφή με όλους τους συντελεστές. Ας μην υπολογίσουμε το χρήμα που απαιτείται για αυτές τις επαφές, τη στιγμή που ο συνυποψήφιος το κάνει ανέξοδα.
Τι έχει πραγματικά να συζητήσει με τη συντριπτική πλειοψηφία σωματείων, που δεν επηρεάζονται από αποφάσεις της Ομοσπονδίας; Τι έχει να τους υποσχεθεί, αν θέλουμε να το πούμε ωμά; Απολύτως τίποτα. Το τηλέφωνο από την Ομοσπονδία, με καλόπιασμα που θα τους δημιουργήσει την ψευδαίσθηση και την εικόνα του σημαντικού παράγοντα, που έχει άκρες κι ενδεχομένως η παρουσία σε ψαροταβέρνα με ηγετικά στελέχη, παραμένει το ισχυρότερο υπαρκτό αντίδωρο.
Ο μόνος κίνδυνος στην περίπτωση Πιτίνο, είναι μήπως το στερητικό σύνδρομο εξουσίας, και η συντονισμένη προσπάθεια να ξαναθυμηθούμε ποιος είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» στο ελληνικό μπάσκετ, δημιουργήσει ανεπιθύμητες καταστάσεις, που θα διαταράξουν τις σχέσεις με τον προπονητή, και μετατρέψουν το ημίψηλο σε ουροδοχείο.