Στην αρνητική απάντηση που έδωσε στον Παναθηναϊκό εστίασε ο Θοδωρής Παπαλουκάς μιλώντας στην επετειακή εκπομπή «Crossover» της Ευρωλίγκας, εξηγώντας ότι το όνειρο του ήταν ο Ολυμπιακός. Παράλληλα, ο παλαίμαχος γκαρντ αναφέρθηκε στο γεγονός ότι μικρός έπαιζε και ποδόσφαιρο και στον τελικό της Ευρωλίγκας του 2007 που η ΤΣΣΚΑ έχασε από τον Παναθηναϊκό.
Διαβάστε αναλυτικά:
Για την άρνησή του να πάει στον Παναθηναϊκό, ανέφερε: “Υπέγραψα 1+1+1 στον Ολυμπιακό, γιατί είπα ότι ήταν το όνειρο μου. Μίλησα και με τον ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού και είπα ότι δεν θα μπω σε διαπραγματεύσεις μαζί του και θα υπογράψω στον Ολυμπιακό, γιατί ήταν το όνειρο μου από μικρός και δεν γνωρίζω πολλά παιδιά που μπορούν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα στα 24 τους. Ήταν δύσκολη περίοδος για τον Ολυμπιακό και έδωσα την option στην ομάδα και τους είπα ότι “θα είμαι τόσο καλός, που θα σας αναγκάζω κάθε χρόνο αν με ανανεώνετε”.
Κάτι έγινε και το οποίο είναι ασήμαντο να το συζητήσουμε 20 χρόνια μετά και έπρεπε να φύγω. Είχε να κάνει με τον σεβασμό. Δεν ήταν το πρόβλημα η ομάδα. Το πρόβλημα ήταν από διάφορους άλλους. Δεν είχα πρόβλημα με τον Ολυμπιακό. Ήμουν οπαδός του και ακόμα είμαι και θα είμαι. Είχε να κάνει με συγκεκριμένα άτομα που ήταν εκεί. Ο Ολυμπιακός μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω στην Euroleague. Γι’ αυτό επέστρεψα μετά, γιατί είμαι περήφανος που είμαι Ολυμπιακός και σέβομαι και καταλαβαίνω πόσο με βοήθησε στο να αλλάξω το επίπεδο μου και να πάω ψηλά”.
Για την επιστροφή του στον Ολυμπιακό το 2008: “Για μένα στη ζωή όλα έχουν να κάνουν με το κίνητρο και τους στόχους. Εκείνο το χρόνο βγήκα για 2η-3η φορά καλύτερος παίκτης στη Ρωσία, ενώ ήξερα πως άλλοι παίκτες έκαναν καλύτερη χρονιά κι έλεγα πως εδώ με έχουν “δεδομένο”. Ήθελα να παίζω με κίνητρο. Αν δεν ήμουν καλός, αλλά οι άλλοι με έβλεπαν καλό, δεν θα είχα μέσα μου το κίνητρο. Τι θα μου έδινε κίνητρο, λοιπόν; Να κατακτήσω ένα πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό. Ήταν μια ομάδα που θα μου έδινε το υψηλότερο κίνητρο. Να πάρω έναν τίτλο με τον Ολυμπιακό, γι’ αυτό επέστρεψα, αλλά δυστυχώς δεν έγινε”.
Για το γεγονός ότι έπαιζε και ποδόσφαιρο: “Συνήθιζα να παίζω ποδόσφαιρο και παίζω ακόμα. Όταν παρατάς το μπάσκετ, είναι να κάνεις πράγματα στα οποία μπορείς να γίνεις καλύτερος. Όταν παίζω μπάσκετ, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να κάνω πράγματα που έκανα, αλλά όποτε παίζω ποδόσφαιρο, νιώθω καλύτερα. Ξεκίνησα να παίζω από τα 6 μου χρόνια. Η επιτυχία του 1987 ήταν αυτή που μας έκανε να ασχοληθούμε. Μας έκαναν να ονειρευόμαστε όλοι αυτοί οι παίκτες. Για εμάς το 2005, το 2006 ήταν εύκολο. Παίξαμε εξαιτίας της επιτυχίας τους. Εξαιτίας τους, έγινε το μπάσκετ επαγγελματικό. Μπήκαν μπασκέτες στα σχολεία. Αυτός είναι ο λόγος που έγινα μπασκετμπολίστας”.
Για τον τελικό του Final 4 της Αθήνας το 2007 όπου η ΤΣΣΚΑ ηττήθηκε από τον Παναθηναϊκό: “Η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, ήταν όλοι εκεί. Ήθελα να νικήσω, όχι γιατί ήταν αντίπαλος ο Παναθηναϊκός, αλλά γιατί έπαιζα στην πατρίδα μου. Και οι δύο ομάδες ήταν γεμάτες σταρς! Είσαι ήδη συναισθηματικός όταν παίζεις ένα τελικό σε Final 4. Αλλά φαντάσου να παίζεις στην πόλη σου, κόντρα στον Παναθηναϊκό. Αν ήταν κόντρα στην Μακάμπι ή στην Μπαρτσελόνα, θα ήταν διαφορετικά. Ακόμα και κόντρα στον Ολυμπιακό θα μου ήταν πολύ δύσκολο, ίσως και πιο πολύ, αλλά για άλλους λόγους. Αν είσαι οπαδός της ομάδας, είναι ακόμα πιο δύσκολο να παίζεις εναντίον της. Αλλά είμαι επαγγελματίας και θέλω να νικάω.
Όταν χάσαμε, εξαφανίστηκα, κανείς δεν μπορούσε να με βρει. Ζούσα το δράμα. Είναι η ζωή μας. Πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει, νομίζει ότι είναι μόνο χρήματα για εμάς. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν ήταν μόνο τα λεφτά, θα ήταν πιο εύκολο. Δεν είναι απλά business. Έζησα την… τραγωδία και έψαξα για την κάθαρση. Ακόμα και τώρα το βλέπω και σκέφτομαι τι θα έκανα διαφορετικά. Αυτό σε βοηθάει να μεγαλώσεις και να ωριμάσεις. Έκλαψα μετά το παιχνίδι, εξαιτίας του Βάντερπουλ. Προσπάθησα πολύ για να μην κλάψω, γιατί λέω πως δεν θα κάνω αυτή τη χάρη σε κανέναν. Το κλάμα δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά δεν ήθελα κανείς να νομίζει ότι με έκανε να κλαίω. Ο Βάντερπουλ μου είπε κάποια πράγματα, όπως ότι ήταν περήφανος, κι άρχισα να κλαίω. Δεν είναι τι είπε, αλλά πως και ποιος τα λέει”.