Εάν κάτι έγινε διακριτό μέσα από τη φετινή free agency (πέραν της δραστικής αλλαγής “δέρματος” όλης της λίγκας) είναι η ολοκλήρωση της “Big Three Era”. Μια εποχή που ξεκίνησε ανεπίσημα με την θανατηφόρα τριπλέτα των Πολ Πιρς, Κέβιν Γκαρνέτ, Ρέιλ Άλεν που συγκρότησε η Βοστόνη και της έδωσε ένα πρωτάθλημα στα τέλη της περασμένης δεκαετίας (2008), εγκαθιδρύθηκε με τους, μισητούς, Χιτ των Ντουέιν Γουέιντ, ΛεΜπρόν Τζέιμς, Κρις Μπος και κορυφώθηκε με την “Superteam” των Ουόριορς και δη τους Στεφ Κάρι, Κλέι Τόμσον, Ντρέιμοντ Γκριν, Κέβιν Ντουράντ, αν και οι συγκεκριμένοι αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση.
Εξαιτίας των τελευταίων υπογραμμίστηκε με ιδιαίτερα αρνητική νότα το φαινόμενο της ραγδαίας “αστικοποίησης” σούπερ σταρ σε μία ομάδα για τη διεκδίκηση πρωταθλήματος και την ανάγκη εκθρονισμού του Όκλαντ.
Μετά τους φετινούς τελικούς και τον θρίαμβο των Ράπτορς του Καουάι Λέοναρντ καθώς και την, μετέπειτα, φυγή του Κέβιντ Ντουράντ, ξεκίνησε μια αποσυγκέντρωση και διάχυση του ταλέντου σε ευρύτερη κλίμακα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ολοκλήρωση του “κυνηγιού” δημιουργίας “Big Three” και αντ’ αυτού η δημιουργία “Super Duos”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι σούπερ σταρ διασκορπίστηκαν σε μεγαλύτερο γεωγραφικό εύρος και πολλές περισσότερες ομάδες εμφανίζονται, πλέον, ισχυρότερες και ανταγωνιστικότερες.
Επανερχόμαστε, επομένως, σε μια περίοδο που αντανακλά -ως ένα βαθμό- στο παρελθόν και τις εποχές των μεγάλων ντουέτων στο ΝΒΑ. Μην έχοντας ακόμα σοβαρό αγωνιστικό δείγμα αλλά υπολογίζοντας την ξεχωριστή αγωνιστική ποιότητα του καθενός, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σύγκριση των εν λόγω ντουέτων του χθες και του σήμερα. Δεν μπορούμε, προφανώς, να μιλήσουμε για επιτυχημένες ή όχι συνεργασίες παρά μόνο για το τι μπορούν να δώσουν στις ομάδες και αν έχουν έστω τα φόντα να προσφέρουν ανάλογες στιγμές με τους προκατόχους τους.
Κατηγοριοποιούμε τα ντουέτα σε διαφορετικά υποσύνολα, υποδηλώνοντας τις προβλέψεις μας για την παρουσία τους στην επερχόμενη αγωνιστική περίοδο, χωρίς να συνυπολογίζουμε τους rookies.
Tier 1: Title Contenters
Εδώ συγκεντρώσαμε τα “Super Duos” και κατ’ επέκταση τις ομάδες που θεωρούμε πως θα διεκδικήσουν στα ίσα το πρωτάθλημα. Έχουν το ταλέντο, την εμπειρία και την ποιότητα να πάνε “all the way” και βρίσκονται τουλάχιστον “μισό σκαλοπάτι” παραπάνω από την επόμενη κατηγορία.
Λος Άντζελες Κλίπερς (48-34): Καουάι Λέοναρντ – Πολ Τζορτζ
Το “μπαμ” του καλοκαιριού “έσκασε” στο Λος Άντζελες και ακούστηκε εκκωφαντικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του παγκόσμιου “παρκέ”. Ο “Claw” ύστερα από μια σεζόν στους Ράπτορς (όπου έφθασε ως αντάλλαγμα του ΝτεΜάρ ΝτεΡόζαν, μεταξύ άλλων) όπου και κατάφερε να τους οδηγήσει για πρώτη φορά στην ιστορία τους στο βάθρο του πρωταθλητή, αποχαιρέτησε. Εμφανίστηκε κι εξαφανίστηκε ακαριαία, ίσα ίσα για να κατεδαφίσει ακόμα μια δυναστεία (μετά τους Χιτ, αυτή των Γουόριορς).
Επέλεξε την επιστροφή στο “σπίτι” του χωρίς να προτιμήσει, για ακόμα μια φορά, τον εύκολο δρόμο. Ο ΛεΜπρόν και οι Λέικερς τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, αλλά ο σπουδαίος φόργουορντ επέλεξε να “χτίσει” κάτι από την αρχή, κάτι που θα φέρει (ξανά) φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του.
Μετακόμισε στο Λος Άντζελες μεν, αλλά στους ταπεινούς γείτονες των υπέρλαμπρων Λέικερς δε. Οι Κλίπερς αποτελούν το νέο σπίτι του και -όπως διαφαίνεται- μόνιμο για πολλά χρόνια.
Συμπαραστάτης του σε αυτό το εγχείρημα θα είναι ο Πολ Τζορτζ, ο οποίος αποχαιρέτησε την Οκλαχόμα ύστερα από δύο αποτυχημένες σεζόν. Σπουδαίος σκόρερ, εξαιρετικός αμυντικός δίπλα στον αποτελεσματικότερο two-way ηγέτη του πρωταθλήματος, φαντάζουν ως ένα “πυρηνικό” δίδυμο.
Μένει να το αποδείξουν…
Κρις Πολ – Μπλέικ Γκρίφιν (2011-17)
Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τον ΝτιΆντρε Τζόρνταν ωστόσο αυτό δεν συνέβη όχι μόνο λόγω του ότι δεν εξυπηρετεί τον σκοπό του άρθρου, όσο και στο ότι δεν θεωρούμε ότι ο θηριώδης σέντερ μπορεί να λογίζεται ως “κορυφαίος”.
Ο Πολ φάνταζε και ήταν ο ιδανικότερος facilitator που θα μεγιστοποιήσει το Potential της ομάδας και θα συνταιριάξει ιδανικά με το αθλητικό δίδυμο ψηλών των Γκρίφιν–Τζόρνταν. Εν μέρει, αυτό αποδείχθηκε στην πράξη.
Ο CP3 “έραβε”, ο Γκρίφιν “έδενε” και η φρενίτιδα της “Lob City” καθήλωσε τους οπαδούς και φιλάθλους του ΝΒΑ. Όλα αυτά, στην regular season. Στα playoffs όπου τα “λουριά” σφίγγουν, το σύνολο του Ντοκ Ρίβερς ήταν απογοητευτικό και με εξαίρεση τον αποκλεισμό των πρωταθλητών Σπερς (2015) και δύο τίτλους division δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι καλύτερο.
Μιλγουόκι Μπακς (60-22): Γιάννης Αντετοκούνμπο – Κρις Μίντλετον
Όταν καταφέρνεις μέσα σε 6 χρόνια να παρουσιάσεις τέτοια αλματώδη προόδο και από παίκτης της Α2 να γίνεσαι MVP του NBA, ενώ παράλληλα πήρες μια ομάδα ουραγό και την οδήγησες στο κορυφαίο ρεκόρ της λίγκας… Ε, τότε δεν υπάρχουν πολλά που χρειάζεται να ειπωθούν.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ανάμεσα στους 3 κορυφαίους παίκτες του ΝΒΑ. Ωστόσο, η έλλειψη εμπειρίας και εντονότερης ηγετικής αύρας αποτέλεσαν τροχοπέδη στην περσινή σειρά με τους Ράπτορς. Επιπροσθέτως, η ίδια η φύση του παιχνιδιού του Γιάννη δεν του επέτρεψε να φτάσει στους Τελικούς αλλά κυρίως η υποστήριξη των υπολοίπων.
Όλοι γνωρίζουμε τα αδύνατα σημεία του Γιάννη, τα οποία με το κατάλληλο ρόστερ μπορούν να υπερκαλυφθούν εφόσον οι υπόλοιποι ανοίξουν το πεδίο με το μακρινό σουτ. Ο Μάικ Μπαντενχόουλζερ το κατάφερε σε εξαιρετικό βαθμό, χτίζοντας ένα ρόστερ στα μέτρα του Greek Freak και επενδύοντας στην οικοδόμηση των σωστών αποστάσεων που θα μεγιστοποίησει τις δικές τους δυνατότητες αλλά και της ομάδας. Όλα λειτούργησαν άψογα μέχρι το Τορόντο. Ο, επίσης εξαιρετικός, Νικ Νερς όρθωσε ένα αμυντικό τείχος μπροστά από τον ηγέτη των Μπακς, προεξάρχοντος του Λέοναρντ και το όνειρο ου Μιλγουόκι τερματίστηκε.
Οι καλοκαιρινές επιλογές, ωστόσο, προσωπικά δεν μας ενθουσίασαν. Ο Μίντλετον είναι ένας εξαιρετικός σουτέρ και all around φόργουορντ, που όμως δεν θεωρούμε ότι μπορεί να αποτελέσει τον έτερο πόλο σε ένα ηγετικό ντουέτο ομάδας που στοχεύει στο πρωτάθλημα. Αυτό φάνηκε και στις εμφανίσεις του στα περσινά Playoffs και ειδικά κόντρα στους Καναδούς. Τα λεφτά που επέλεξαν οι ιθύνοντες να του δώσουν ώστε να παραμείνει θα μπορούσαν να δαπανηθούν ώστε να παραμείνει ο εξαιρετικός Μπρόγκντον, που μπορεί να δημιουργήσει και κυρίως να σουτάρει ΠΟΛΥ καλύτερα από τον Μπλέντσο, και να διαμοιραστούν ώστε να κλείσουν κι άλλες τρύπες στο ρόστερ. Βασικότερη αυτή του facilitator-αξιόπιστου σουτέρ που θα αποτελεί το αντίβαρο στη score-first mentality και το slashing παιχνίδι του Μπλέντσο το οποίο “συγκρούεται” με αυτό του Αντεκούνμπο.
Ο Γιάννης, από την άλλη, δείχνει ότι έχει δουλέψει πολύ στο σουτ του ακολουθώντας της οδηγίες του μετρ του είδους, Κάιλ Κόρβερ. Σε κάποια φιλικά που επιχείρησε να σουτάρει από μακρινή απόσταση παρατηρήσαμε εξαιρετική διαφοροποίηση στο μηχανισμό του σουτ του. Μαντεύουμε πως δεν θα φτάσει στα επιθυμητά ποσοστά από φέτος, αλλά εφόσον συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς του χρόνου θα μπορέσει να φτάσει σε επίπεδο που να μην επιτρέπεται στον αμυντικό να τον μαρκάρει από τα 5 μέτρα.
Όπως και να έχει, τα “Ελάφια” θα είναι άξιοι διεκδικητές του τίτλου και ευχόμαστε ολόψυχα στον Γιάννη να κατακτήσει ακόμα μια δυσπρόσιτη κορυφή στα “Ιμαλάια” του μπασκετικού γίγνεσθαι.
Καρίμ-Αμπντούλ Τζαμπάρ – Όσκαρ Ρόμπερτσον (1970-74)
Ο Λου Άλτσιντορ (όπως ήταν το όνομα του προτού ασπαστεί το Ισλάμ) ήταν καταιγιστικός από τα πρώτα της παρουσίας του στον ΝΒΑ και δη με την φανέλα των Μπακς. Δίπλα του ένας από τους επιβλητικότερους all around stars που γνώρισε το πρωτάθλημα. Παρέα οδήγησαν το Μιλγουόκι στην κορυφή τη μοναδική φορά στην ιστορία τους, το μακρινό 1971.
Λος Άντζελες Λέικερς (37-45): ΛεΜπρόν Τζέιμς – Άντονι Ντέιβις
Από τα πιο εκτυφλωτικά ντουέτα του ΝΒΑ, το δίπολο Τζέιμς–Ντέιβις καλείτε να βγάλει την θρυλική ομάδα του Λος Άντζελες από το αγωνιστικό τέλμα και να την επαναφέρει στο πάνθεον της λίγκας. Η πρώτη σεζόν του “Βασιλιά” στην “Πόλη των Αγγέλων” ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευτική, με το σύνολο του Λουκ Ουόλτον να εμφανίζεται σαν ένα μπερδεμένο συνονθύλευμα στο παρκέ με μηδαμινή συνοχή. Το καλοκαίρι ήταν αναμορφωτικό.
Ο έμπειρος Φρανκ Βόγκελ κάθισε στην άκρη του πάγκου, η… “πιτσιρικαρία” αποχαιρέτησε για άλλες πολιτείες και στη θέση της έφτασε ο κορυφαίος πάουερ φόρφουορντ του πρωταθλήματος. Ο “Unibrow” αποτελεί ένα πολυσχιδές τεσσάρι (παίζει και ως σέντερ υπό συνθήκες) που προκαλεί τρόμο στο low post και μπορεί να παίξει αποτελεσματικότατα στο πικ εν ρολ ή στο πικ εν ποπ, έχοντας προσθέσει και το σουτ από μακρινή και μέση απόσταση στο ρεπερτόριο του κατά τη διάρκεια των 7 χρόνων του στη λίγκα.
Ιδιαίτερες συστάσεις για τον Τζέιμς δεν χρειάζονται. Είναι ο κορυφαίος παίκτης στη λίγκα τα τελευταία 10 χρόνια, μπαίνει αισίως στην 17η σεζόν (!) του και μοιάζει σαν να μην έχει περάσει χρόνος από πάνω του. Οι Λέικερς αποτελούν ένα μεγάλο στοίχημα για αυτόν, καλούμενος να μπει στα παπούτσια θρύλων όπως ο Μάτζικ Τζόνσον, ο Καρίμ-Αμπντούλ Τζαμπάρ, ο Τζέρι Γουέστ, ο Κόμπι Μπράιαντ και να επαναφέρει τους “λιμνανθρώπους” στη “Γη της Επαγγελίας”.
Τζέρι Γουέστ – Έλγκιν Μπέιλορ (1960-1971)
Ένα από τα κορυφαία αλλά και αποτυχημένα ντουέτα στην ιστορία. Ο “Logo” και ο “Mr. Inside” οδήγησαν τους Λέικερς στους τελικούς και τα 11 χρόνια της συνύπαρξης τους (!) χάνοντας ισάριθμες φορές από την ναυαρχίδα εκ της Βοστόνης ορμώμενης, προεξάρχοντος Μπιλ Ράσελ. Ο Γουέστ πανηγύρισε το πρωτάθλημα αφότου έφυγε ο Μπέιλορ, με τον τελευταίο να βρίσκεται στην λίστα των κορυφαίων παικτών που δεν φόρεσαν δαχτυλίδι.
Μάτζικ Τζόνσον – Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ (1979-1989)
Η μαγεία του Τζόνσον και η επιβλητικότητα του Τζαμπάρ αποτέλεσαν “Showtime” συνδυασμό για τον οργανισμό τους Λος Άντζελες. Το “φαινόμενo” πόιντ γκαρντ των 2.09 μέτρων με τον γεννημένο νικητή Τζαμπάρ και το ασταμάτητο του Sky Hook του, πρόσθεσαν 5 πρωταθλήματα στην τροπαιοθήκη των Λέικερς.
Κόμπι Μπράιαντ – Σακίλ Ο’Νίλ (1996-2004)
Όταν ο Κόμπι κατάφερε να σφυρηλατήσει το άγουρο ταλέντο του, συνταίριαξε ιδανικά με τον πιο dominant παίκτη που έχουμε θαυμάσει στο ΝΒΑ και η εξίσωση μας έδωσε ένα τρομερό three-peat. Η συνεργασία τους ολοκληρώθηκε μετά από 8 χρόνια με τους δύο αστέρες να βρίσκονται στα “μαχαίρια” για πολλά χρόνια, προτού συμφιλιωθούν μετά την απόσυρση του Σακ (2011).
Κόμπι Μπράιαντ – Πάου Γκασόλ (2008-2014)
Ύστερα από 4 χρόνια “σόλο” καριέρας”, ο Κόμπι Μπράιαντ βρήκε την έτερη “κολόνα” που αναζητούσε ώστε να στηρίξει το εγχείρημα της επανόδου στα πρωταθλήματα. Μέσα στα πρώτα τρία χρόνια της συνεργασίας του με τον σπουδαίο Ισπανό πάουερ φόργουορντ, ο “Black Mamba” έφτασε ισάριθμες φορές στους Τελικούς του NBA νικώντας τους δύο.
Φιλαδέλφεια Σίξερς (51-31): Ζοέλ Εμπίιντ – Μπεν Σίμονς
Ο Καμερουνέζος σέντερ συγκαταλέγεται ήδη ανάμεσα στους κορυφαίους σέντερ του πρωταθλήματος. Εξαιρετικός στο low και τοhigh post με τρομακτική δουλειά στο footwork και, παράλληλα, εξεχόντως αποτελεσματικός και από μακρινή απόσταση. Με εξαίρεση τη συγκέντρωση και την ανάπτυξη της αντοχής στο Physical παιχνίδι, έχει τα φόντα να οδηγήσει μακριά τους Σίξερς, αλλά όχι μόνος τους.
Ο Μπεν Σίμονς θα πρέπει να αποτελέσει τον άξιο συμπαραστάτη του και να ηγηθεί του “Process“. Ο Αυστραλός αποτελεί μια περίπτωση “Μάτζικ Τζόνσον“. Πλέιμεϊκερ στα 2,08μ. με εκπληκτικό χειρισμό της μπάλας, διορατικότητα και πλούσια αθλητικά προσόντα που τον θέτουν ως μια “φονική” απειλή για τις αντίπαλες όταν αποφασίζει να επιτεθεί στο καλάθι ή να ποστάρει.
Μεγάλο μελανό σημείο η παντελής έλλειψη jump shoot που τον καθιστούν προβλέψιμο κι εύκολα αντιμετωπίσιμο μιας και οι άμυνες συγκλίνουν στη ρακέτα (με παρόμοιο τρόπο όπως απέναντι στον Αντετοκούνμπο), στερώντας χώρο λειτουργίας και στον Εμπίιντ. Στη φετινή preseason κατόρθωσε να πετύχει το πρώτο τρίποντο της καριέρας του και μένει να δούμε εάν θα μπορέσει να το προσθέσει στην επιθετική του φαρέτρα σε πιο μόνιμη βάση.
Εφόσον αυτά ξεπεραστούν, η ομάδα της Φιλαδέλφεια μπορεί να βλέπει, σε βάθος χρόνου, μέχρι και το πρωτάθλημα.
Γουίλτ Τσάμπερλεϊν – Χολ Γκριρ (1959-68)
Οι συστάσεις περιττεύουν για τον “Mr. 100”. Παρέα με τον αξιόπιστο ριμπάουντερ και έτερον του ήμισυ στην επιθετική ροή της ομάδας, Γκριρ, οδήγησαν τους Σίξερς στο δεύτερο -από τα τρία συνολικά- πρωτάθλημα της ιστορίας τους πραγματοποιώντας μια εμφατική σεζόν. Το τέλος της τους βρήκε με το κορυφαίο -τότε- ρεκόρ της κανονικής διάρκειας και δη 68 νίκες και ρεκόρ 11-4 στα playoffs.
Τζούλιους Έρβινγκ – Μόουζες Μαλόουν (1982-86)
O “Dr. J“ δίδαξε το μπάσκετ πάνω από την στεφάνη, εγκαινιάζοντας μια εποχή που δίνει μεγάλη έμφαση και στο κομμάτι της αθλητικότητας ενός καλαθοσφαιριστή. Παρέα με τον εξαιρετικό Μαλόουν συνέθεσαν ένα τρομερό επιθετικό ντουέτο στη frontline της Φιλαδέλφεια, φθάνοντας την στο τρίτο της πρωτάθλημα το 1983.
Tier 2: Championship Potential
Συγκεντρώνονται οι ομάδες που θεωρούμε ότι έχουν όλα τα φόντα να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του Larry O’Brien Trophy αλλά παρουσιάζουν περισσότερα ερωτηματικά (παντός τύπου) από τις ομάδες που κατονομάσαμε ως Title Contenders.
Χιούστον Ρόκετς (53-29): Τζέιμς Χάρντεν – Ράσελ Γουέστμπρουκ
Reunion έβγαλε η free agency στο Χιούστον. Ο Τζέιμς Χάρντεν, που τα είχε “σπάσει” με τον Κρις Πολ, ενώνει ξανά τις δυνάμεις του με τον “Brodie”, ευελπιστώντας ότι ο ένας θα βρει στον άλλο το κομμάτι που έλειπε και τους κρατούσε μακριά από το Larry O’Brien Trophy.
Ο Χάρντεν είναι ένας χαρισματικός σκόρερ με απαράμιλλο επιθετικό ρεπερτόριο, τρομακτικά αποτελεσματικός από κάθε απόσταση. Αλλά, παράλληλα, αποτελεί ένας από τους χειρότερους αμυντικούς του πρωταθλήματος και -κατά την ταπεινή μας άποψη- τον χειρότερο, από τη στιγμή που διαθέτει όλα τα σωματικά προσόντα ώστε να είναι αποτελεσματικός και στην πίσω πλευρά του παρκέ αλλά η επιθυμία του για κάτι τέτοιο είναι απλά ανύπαρκτη. Επιπλέον, η εμμονή στο “hero ball” τον οδηγεί σε έλλειψη καθαρού μυαλού και σωστών αποφάσεων σε κρίσιμες σειρές των playoffs, οδηγώντας την ομάδα του πρόωρα (για το potential της) εκτός.
Δίπλα του ο πιο πολυσχιδής πόιντ γκαρντ του κόσμου. Ο Γουέστμπρουκ έχει σημειώσει μέσους όρους triple-double (πόντοι, ασίστ, ριμπάουντ) τις τελευταίες τρεις σεζόν, θέτοντας ρεκόρ που φαντάζουν αδύνατο να καταρριφθούν. Μέσα σε όλα, όμως, παραμένει επιρρεπής στο λάθος, εξαιρετικά μέτριος (για τα προσόντα του) αμυντικός και ασταθής σουτέρ.
Η καταχρηστική τους σχέση με την μπάλα και το usage % (σ.σ: ποσοστό των plays που τρέχουν όσο αγωνίζονται) δημιουργεί σαφές ερωτηματικό ως προς πώς θα ταιριάξουν και τι συμβιβασμούς θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν, ούτως ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή της απαραίτητης χημείας.
Εφόσον η “φόρμουλα” βρεθεί και τεθεί σε εφαρμογή, συνυπολογίζοντας το εξαιρετικό supporting cast, θεωρούμε πως οι Ρόκετς θα πάνε ψηλά και συγκεντρώνουν κάποιες σοβαρές πιθανότητες να διεκδικήσουν στα ίσα το πρωτάθλημα.
Χακίμ Ολάζουον – Κένι Σμιθ (1990-96)
Ο άνθρωπος που ανήγαγε το physical low post παιχνίδι σε μορφή τέχνης, αποτελεί σημείο αναφοράς των “Ρουκετών“. Αγωνίστηκε με τη φανέλα του Χιούστον για 17 χρόνια, καταφέρνοντας να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα δύο σερί χρονιές (1994 και 1995), τη διετία δηλαδή που ο Μάικλ Τζόρνταν αποσύρθηκε προσωρινά.
Συμπαραστάτης του “Dream”, ο Κένι “The Jet” Σμιθ που αποτέλεσε το αντίβαρο των Ρόκετς στην περιφέρεια, με τις δημιουργικές του ικανότητες.
Τρέισι ΜακΓκρέιντι – Γιάο Μινγκ (2004-10)
Δύο παίκτες που δεν κατάφεραν να αποδώσουν τα μέγιστα και να πετύχουν όσα περισσότερα μπορούσαν λόγω τραυματισμών. Ο ΜακΓκρέιντι αποτέλεσε έναν εξωπραγματικό σκόρερ, με απίθανο clutch ability, τον οποίο πρόδωσε το σώμα του. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον θηριώδη Κινέζο σέντερ, τα γόνατα του οποίου δεν άντεξαν το 229 εκατοστών κορμί του και την καταπόνηση των μαραθώνιων σεζόν του “μαγικού κόσμου”.
Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς (57-25): Στεφ Κάρι – Κλέι Τόμσον (Ντρέιμοντ Γκριν)
Οι Γουόριορς έπαιξαν το ομορφότερο και καταιγιστικότερο μπάσκετ που έχουμε δει εδώ και δεκαετίες, συνδυάζοντας το με μια σειρά αμύθητων ρεκόρ και τρία πρωταθλήματα. Όλο αυτό το επίτευγμα οικοδομήθηκε στις πλάτες και το… σουτ δύο παιδιών που γαλουχήθηκαν μέσα στον οργανισμό. Οι “Splash Brothers” συνυπάρχουν στο Όκλαντ από το 2011 και αποτελούν (μαζί με τον Γκριν) τους ακρογωνιαίους λίθους του οικοδομήματος του Στιβ Κερ.
Η φυγή του Ντουράντ και δεδομένου του σοβαρού τραυματισμού του Τόμσον (πιθανότατα χάνει όλη τη σεζόν), ψαλιδίζει δραματικά τις όποιες πιθανότητες επιστροφής στους Τελικούς, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να ξεγράψει μονοκοντυλιά την αρμάδα του Γκόλντεν Στέιτ.
Αναμένουμε έναν σαφώς αναβαθμισμένο ρόλο του Κάρι, σε βαθμό που πιθανότατα δεν το έχουμε ξαναδεί και μια ανύψωση της επιθετικής ροπής του Γκριν, ο οποίος θα κληθεί να καλύψει και το επιθετικό κενό που αφήνει ο Κλέι.
Πολ Αριζίν – Νέιλ Τζόνστον (1951-59)
Ένα από τα πρώτα “θανατηφόρα” ντουέτα στην ιστορία του ΝΒΑ. Ο Αριζίν ήταν ένας φόργουορντ που χτυπούσε από μέση απόσταση και ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός slasher, ενώ ο Τζόνστον ένας επιβλητικός σέντερ με έφεση στο σκορ από το low post. Χάρη σε αυτούς, οι Γουόριορς κατέκτησαν το δεύτερο -από τα έξι- πρωτάθλημα της ιστορίας τους (1956)
Γουίλτ Τσάμπερλεϊν – Πολ Αριζίν (1959-62)
Ένα dominant δίδυμο που σκορπούσε τρόμο στα αντίπαλα καλάθια. Ο “Mr. 100” απέκτησε με τους Φιλαδέλδεια Γουόριορς αυτό το προσωνύμιο, καθώς με τη φανέλα τους αγωνίστηκε στο θρυλικό παιχνίδι που σκόραρε 100 πόντους κι έκανε την μη καταρρίψιμη χρονιά με μέσο όρο 50 πόντους!
Ο Αριζίν από την άλλη, παρ’ ότι αποσύρθηκε το ‘62, ήταν καταιγιστικός στις τελευταίες του σεζόν σκοράροντας 22 πόντους ανά παιχνίδι αποτελώντας ιδανικό αντίβαρο μακριά από τη ρακέτα. Ωστόσο το πρωτάθλημα δεν κατέληξε στην ομάδα τους καμία από τις τρεις σεζόν που συνυπήρξαν.
Ρικ Μπάρι – Νέιτ Θάρμοντ (1972-74)
O Θάρμοντ αποτέλεσε έναν εκ των κορυφαίων ριμπάουντερ στο ΝΒΑ και ο Μπάρι έναν εξαιρετικό all around forward που έλαμψε με τη φανέλα των Γουόριος και τους οδήγησε στην κατάκτηση του δακτυλιδιού το 1974.
Έναν χρόνο μετά την ανταλλαγή του Θάρμοντ στους Μπουλς…
Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς (53-29): Ντέιμιαν Λίλαρντ – Σι Τζέι ΜακΚόλουμ
Ο “Dame Dolla” (το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Λίλαρντ) έχει αποδείξει ότι αποτελεί ένα κράμα ηγέτη – καλλιτέχνη – ευαισθητοποιημένου αθλητή που δεν έχουμε ξανασυναντήσει στον “μαγικό κόσμο”. Ένας χαρισματικός σκόρερ με απεριόριστο range και απαράμιλλη clutch ικανότητα. Σταθερά πρωτοπόρος του Πόρτλαντ από όταν πρωτοφόρεσε τη φανέλα της τοπικής ομάδας, με πολλές στιγμές νικητήριων καλαθιών και εξωπραγματικών ατομικών εμφανίσεων στο ενεργητικό του. Παρά τα λιγότερο ταλαντούχα ρόστερ των Μπλέιζερς (σε σχέση με τους άμεσους αντιπάλους τους), ο Λίλαρντ έχει επιδείξει αξιοθαύμαστη ηγετική ικανότητα και παρέα με τον ΜακΚόλουμ έχουν προσδώσει ξεχωριστή οντότητα στην ομάδα τους.
Ο δεύτερος κατάφερε να εξελιχθεί από ένα μάλλον χλιαρό prospect, σε έναν εξαιρετικό σουτέρ και σκόρερ, προσθέτοντας συνεχώς νέα στοιχεία στο επιθετικό του παιχνίδι.
Οι δύο τους έχουν συγκροτήσει ένα από τα κορυφαία δίδυμα στο ΝΒΑ και οδήγησαν το Πόρτλαντ έως τους τελικούς της Δύσης, πέρσι, αλλά έπεσαν αμαχητί στα τέσσερα παιχνίδια.
Δεδομένου των εξαιρετικών κινήσεων που έγιναν στο ρόστερ και συγκεκριμένα στη θέση του σέντερ που πέρσι τους κόστισε μια ακόμα καλύτερη πορεία (λόγω τραυματισμών) αναμένουμε περισσότερη μαχητικότητα και physicality από το παιχνίδι της ομάδας του Πόρτλαντ.
Μπιλ Γουόλτον – Μορίς Λούκας (1974-1978)
Το μοναδικό πρωτάθλημα των Μπλέιζερς, προήλθε δια χειρός των δύο προαναφερθέντων. Το σκληροτράχηλο δίδυμο της frontline του Πόρτλαντ δεν “μάσησε” ούτε απέναντι στους Σίξερς του Τζούλιους Έρβινγκ και μπήκε στο πάνθεον του ΝΒΑ.3
Κλάιντ Ντρέξλερ – Τέρι Πόρτερ (1985-1995)
Σαφώς εντυπωσιακότερο το μετέπειτα ηγετικό δίδυμο των Μπλέιζερς. O Πόρτερ “έδενε”, ο “Doctor J” έραβε, φορτώνοντας τα αντίπαλα καλάθια με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, αλλά το πρωτάθλημα δεν ήρθε.
Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα επήλθε στους Τελικούς του 1990 απέναντι στα “Bad Boys” του Ντιτρόιτ (4-1) και η δεύτερη κόντρα στην αυτοκρατορία του Μάικλ Τζόρνταν, δύο χρόνια αργότερα, όπου λύγισαν στο Game 7.
Tier 3: Forces to be reckon with
Σε αυτή την κατηγορία παρατίθενται όσα ντουέτα θεωρούμε ότι μπορούν να εγκαθιδρύσουν τις ομάδες τους (σε συνάρτηση και με το ρόστερ) ως σύνολα εξαιρετικά ποιοτικά και ισχυρά που θα βάλουν δύσκολα σε όλους αλλά δεν έχουν την ισχύ ώστε να φθάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου.
Μπρούκλιν Νετς (42-40): Κέβιν Ντουράντ – Κάιρι Έρβνιγκ
Ο Ντουράντ δήλωσε πως “ποτέ δεν ένιωσε πραγματικό μέλος των Γουόριορς”, σε μια συνέντευξη προ εβδομάδων. Όσο κι αν βελτιώθηκε, όσα κι αν προσέφερε, όσο κι αν κατόρθωσε να μεγιστοποιήσει τον θρύλο του, ο “Slim Reaper” έμοιαζε να μην αποτελεί και τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της “καλοκουρδισμένης μηχανής” του Στιβ Κερ. Ήταν αυτός που αποτελούσε στα περισσότερα “must win” παιχνίδια την ειδοποιό διαφορά, ωστόσο δεν κατάφερε να αφομοιωθεί στο ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο που κινείται το παιχνίδι των “Πολεμιστών”, όπως ουσιαστικά επεσήμανε κι ο ίδιος.
Ύστερα από δύο σερί πρωταθλήματα και αντίστοιχα MVP Finals, αλλά κι έναν εξαιρετικά σοβαρό τραυματισμό (έχοντας παράπονα κι από τον οργανισμό για το γεγονός πως βιάστηκε να επιστρέψει), ο KD έφυγε για άλλες πολιτείες. Μετέβη στο πολύπαθο Μπρούκλιν και το εντυπωσιακό εγχείρημα που χτίζεται στο Μπάρκλεϊς Σέντερ. Εκεί τον περίμενε ήδη ο Κάιρι Έρβινγκ.
Ο “Uncle Drew” δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στην Βοστόνη. Οι Σέλτικς είναι δομημένοι με φιλοσοφία που υπαγορεύει την εξύψωση της ομαδικής συνεργασίας και απέχει παρασάγγας από το “hero ball” που πρεσβεύει ο Έρβνιγκ. Μοιραία οι δρόμοι τους χώρισαν και αναμένουμε μεγάλα πράγματα από τους Νετς, κυρίως την επόμενη αγωνιστική περίοδο, όταν και ο Ντουράντ θα είναι υγιής κι έτοιμος να προσφέρει το 100% των δυνατοτήτων του.
Ωστόσο, η πορεία της ομάδας θα κριθεί από το supporting cast που θα πλαισιώσει τους superstars και θα εξασφαλίσει το απαραίτητο βάθος, ποιότητα, πάθος κι ετοιμότητα, προκειμένου να ανταπεξέλθει σε μια πορεία πρωταθλητισμού.
Τζέισον Κιντ – Βινς Κάρτερ (2004-2009)
Ο Τζέισον Κιντ ήταν ο απόλυτος ηγέτης των Νιού Τζέρσεϊ (τότε) Νετς έχοντας καταφέρει να τους οδηγήσει δύο συνεχόμενες φορές στους Τελικούς (2002, 2003) χωρίς να χαμογελάσει στο τέλος.
Ο “prime” Βινς Κάρτερ φάνταζε ως το ιδανικό τελευταίο κομμάτι του παζλ ώστε οι Νετς να γευτούν το “Άγιο Δισκοπότηρο” της δόξας και να φέρουν ένα πρωτάθλημα στην Νέα Υόρκη μετά από 30 και πλέον χρόνια.
Εν τέλει, ξέμειναν με δύο παρουσίες σε ημιτελικούς και την κατάκτηση της division μια χρονιά.
Ντένβερ Νάγκετς (54-28): Νίκολα Γιόκιτς – Τζαμάλ Μάρεϊ
Η έκπληξη της προηγούμενης σεζόν! Οι Νάγκετς έπαιξαν εξαιρετικό μπάσκετ καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν, με μπροστάρη τον εκτυφλωτικό Σέρβο γίγαντα, που “έλυνε” κι “έδενε” ως point center με παροιμιώδη αποτελεσματικότητα στο low και high post, από μέση ή μακρινή απόσταση και ως σήμα κατατεθέν τις “μαγικές” ασίστ!
Άξιος συμπαραστάτης του ο θεαματικά βελτιωμένος Μάρεϊ. Ο 22χρονος Καναδός πόιντ γκαρντ ήταν σταθερά σημείο αναφοράς στην επιθετική λειτουργία των “Σβόλων” (18,2 πόντοι – 4,2 ριμπάουντ – 4,8 ασίστ Μ.Ο).
H έλλειψη εμπειρίας και πνευματικής αντιμετώπισης σε κρίσιμα παιχνίδια αποτέλεσε την ειδοποιό διαφορά τους με τους (λειψούς) Μπλέιζερς στους περσινούς ημιτελικούς της Δυτικής Περιφέρειας.
Με οδηγό τις εμπειρίες αυτών των αναμετρήσεων, η ομάδα του Μάικλ Μαλόουν θεωρούμε πως θα καταφέρει να αποτελέσει ξανά μια άκρως υπολογίσιμη δύναμη που στηρίζεται στην ομαδικότητα. Ωστόσο δύσκολα θα καταφέρει να “χωθεί” ανάμεσα στα μεγαθήρια.
Άλεξη Ίνγκλις – Κίκι Βάντεουεϊ (1980-84)
Ένα ταχυδυναμικό ντουέτο ψηλών προσέφερε σκορ και θέαμα στο φιλοθεάμον κοινό του Ντένβερ για τέσσερα χρόνια, σκοράροντας 55 πόντους ανά παιχνίδι, ένα νούμερο που δεν έχει καταφέρει κανένα άλλο δίδυμο έκτοτε.
Ωστόσο, επί της ουσίας δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από τη συμμετοχής σε Ημιτελικούς Περιφέρειας
Καρμέλο Άντονι – Τσόνσι Μπίλαπς (2008-11)
Ανάλογη μοίρα και το έτερο αξιοσημείωτο δίδυμο στην ιστορία των Νάγκετς. Ο “Μέλο” παρέθετε σε κάθε παιχνίδι το αστείρευτο επιθετικό του ρεπερτόριο, ο Μπίλαπς ενορχήστρωνε την επίθεση και οι “Σβόλοι” πανηγύρισαν δύο σερί χρονιές με 50+ νίκες στην κανονική διάρκεια, για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Εκεί όμως που πραγματικά μετράει και δη στα Playoffs, δεν κατάφεραν να φτάσουν πιο μακριά από τους Τελικούς της Δύσης, με τους Λέικερς να βάζουν τέλος (4-2) στη μεγαλύτερη πορεία του οργανισμού στην postseason.
Γιούτα Τζαζ (50-32): Ντόνοβαν Μίτσελ – Μάικ Κόνλι
Σύμφωνοι, ο Ρούντι Γκομπέρ αποτελεί πυλώνα των “Μορμόνων” και από τη δική του απόδοση θα κριθούν πολλά, ως προς την πορεία των Τζαζ. Ωστόσο, η νέα προσθήκη που ακούει στο όνομα Μάικ Κόνλι αναβαθμίζει επίπεδο όλη την ομάδα και αναμένεται να αποτελέσει τον μέντορα του Ντόνοβαν Μίτσελ.
Ο “Spida” αποτελεί έναν εκρηκτικό σκόρερ, που μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση αν και η αθλητικότητα και κατ’ επέκταση τα ντράιβ του αποτελούν το πρωταρχικό “άρμα μάχης” στο επιθετικό του οπλοστάσιο. Με τον πολύπειρο Κόνλι στο πλευρό του, που έχει γαλουχηθεί στο σκληροτράχηλο “grit and grind” παιχνίδι των Γκρίζλις τα προηγούμενα χρόνια θα αποτελέσει τον παράγοντα, που ενδεχομένως θα εκτοξεύσει την απόδοση του Μίτσελ και κατ’ επέκταση των Τζαζ.
Τζον Στόκτον – Καρλ Μαλόουν (1985-2003)
Αν υπάρχει μια φράση που να μπορεί να τεθεί δίπλα σε κάποιες από τις διασημότερες του “μαγικού κόσμου” είναι οι ακόλουθες τρεις λέξεις: “Stockton to Malone”!
Ο Στόκτον, ο κορυφαίος πασέρ και “κλέφτης” στην ιστορία του NBA, αποτέλεσε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες όλων των εποχών, θέτοντας τα στάνταρ για το πως λογίζουμε τους σύγχρονους πλέιμεϊκερ. Στο πλευρό του ένα “θηρίο” 206 εκατοστών και 113 κιλών, ένας από τους πιο physical παίκτες που έχει δει η λίγκα. Ο “Mailman” συνταίριαξε ιδανικά με τον “Stock” συγκροτώντας ένα από σπουδαιότερα δίδυμα (για κάποιους το σπουδαιότερο) στην ιστορία του NBA.
Παράλληλα, λογίζονται σίγουρα ως το κορυφαίο που δεν κατόρθωσε να πανηγυρίσει ένα πρωτάθλημα. Η υπαιτιότητα “βαραίνει” τους “αέρινους” Μπουλς και τους “ονειρικούς” Ρόκετς της δεκαετίας του ’90.
Tier 4: Sleepers
Οι πιθανότητες κατάκτηση πρωταθλήματος είναι ελάχιστες για αυτή την κατηγορία, ωστόσο αυτή αποτελείται από ηγέτες κι ομάδες που ενδέχεται να μας πιάσουν εξαπίνης και να φέρουν εις πέρας μια εξαιρετική σεζόν και ενδεχομένως μια αξιοπρεπή παρουσία στα Playoffs.
Ντάλας Μάβερικς (33-49): Λούκα Ντόνσιτς – Κρίσταπς Πορζίνγκις
Η ευρωπαϊκή αύρα είναι εξαιρετικά ισχυρή στο Ντάλας χάρη στη μυθική παρουσία του Ντιρκ Νοβίτσκι, ο οποίος έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος franchise player στην ιστορία του ΝΒΑ και έβγαλε ασπροπρόσωπο τον Μάρκ Κιούμπαν, φέρνοντας στην πόλη του Τέξας το πρώτο και μοναδικό της πρωτάθλημα (2011).
Εμπιστευόμενοι την πεπατημένη, οι ιθύνοντες τον οργανισμό παρέδωσαν την μπαγκέτα σε δύο παιδιά της ηπείρου μας. Ο Ντόνσιτς απέδειξε εξ αρχής -και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού– ότι επρόκειτο περί σπάνιου ταλέντου. Στην πρώτη του χρονιά άφησε άπαντες αποστομωμένους κερδίζοντας το Rookie Of The Year, έχοντας πραγματοποιήσει φανταστικές εμφανίσεις που αποτυπώνονται -εν μέρει- στους μέσους όρους των 21.2 πόντων (32.7% στα τρίποντα), 7.8 ριμπάουντ, 6 ασίστ και 1.1 κλεψιμάτων σε 72 παιχνίδια.
Διπλά του ο εμπειρότερος Λιθουανός γίγαντας, ο οποίος ωστόσο βρίσκεται εκτός δράσης από τον Φεβρουάριο του 2018 όταν και υπέστη ρήξη χιαστού. Ο βάρβαρος δρόμος της αποκατάστασης έχει ολοκληρωθεί, ο ίδιος έχει εμφανιστεί με σαφώς αυξημένη μυική μάζα, βρίσκει σιγά σιγά τα πατήματα του και μένει να δούμε πόσο θα του πάρει μέχρι να ξαναβρεί ρυθμό.
Εφόσον γίνει αυτό αναμένουμε μεγάλα πράγματα από το ενθουσιώδες δίδυμο του Τέξας που με το κατάλληλο supporting cast μπορεί να αναχθεί σε ομάδα-διεκδικήτρια τα επόμενα χρόνια.
Ντιρκ Νοβίτσκι – Στιβ Νας (1998-2004)
Αμφότεροι παρουσιάστηκαν στον “μαγικό” κόσμο του ΝΒΑ την ίδια χρονιά (1998) και συνυπήρξαν στους Μάβερικς για 6 χρόνια, πραγματοποιώντας σπουδαίες εμφανίσεις ατομικά και συλλογικά. Μαζί εξέλιξαν το παιχνίδι τους, οδήγησαν την ομάδα τους σε ρεκόρ 60-22 το 2003 και κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τους τελικούς της Δυτικής Περιφέρειας την ίδια χρονιά. Αναμφίβολα δύο από τους σπουδαιότερους παίκτες στην ιστορία που δεν κατάφεραν ωστόσο να πανηγυρίσουν μαζί ένα πρωτάθλημα.
Ντιρκ Νοβίτσκι – Τζέισον Τέρι (2004-2012)
Αυτό συνέβη με τον νέο “partner in crime” του Γερμανού πάουερ φόργουορντ. Ο sharpshooter (που επίσης έγινε Ντραφτ το ’98) Τέρι ταίριαξε εξαιρετικά με τον ηγέτη του Ντάλας και εν τέλει κατάφεραν μετά από 7 χρόνια να φέρουν στην πόλη τους το πολυπόθητο δαχτυλίδι, παρέα με ένα “μάτσο” μπαρουτοκαπνισμένους και ποιοτικούς βετεράνους, που είχαν κολλήσει την ταμπέλα του “Loser”.
Tier 5: No sun in the horizon
Η τελευταία κατηγορία συγκαταλέγει τους αθλητές που τόσο ατομικά όσο και συλλογικά δεν προσφέρουν ιδιαίτερες συγκινήσεις, ούτε θα παρουσιάσουν κάποια εκπληκτική πορεία από το πουθενά.
Φοίνιξ Σανς (19-63): Ντέβιν Μπούκερ – ΝτιΆντρε Άιτον
Το δίδυμο των Μπούκερ και Άιτον, η αλήθεια είναι πως, δεν έθελξε κατά την πρώτη σεζόν της παρουσίας του, οδηγώντας την ομάδα του Φοίνιξ σε, μόλις, 19 νίκες. Ωστόσο ο 22χρονος σούπερ σκόρερ των “Ήλιων” έχει δείξει ήδη δείγματα ηγετικής γραφής και μένει να γίνει πιο συνεπής αλλά και να αυξήσει τα επίπεδα συγκέντρωσης τους καθώς η αναλογία των 1.6 ασίστ ανά λάθος δεν αποτελεί ιδιαίτερα καλή υπόδειξη αλλά ούτε άσχημη, δεδομένης της ηλικίας του παίκτη.
Το “έτερον του ήμισυ” ο θηριώδης Άιτον, το Νο1 του Draft 2018 εκ του Αριζόνα ορμώμενος, έφθασε “μετά βαΐων και κλάδων” στην ομάδα της πολιτείας όπου και φοίτησε χωρίς ωστόσο να προσφέρει τα αναμενόμενα. Σίγουρα οι 16.3 πόντοι και τα 10.3 ριμπάουντ δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα νούμερα για έναν rookie αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρμόζουν σε έναν υποψήφιο Rookie Of The Year, όπως υποδεικνυόταν πριν αρχίσει η χρονιά.
Με ακόμα έναν χρόνο εμπειρίας στην πλάτης τους και καλύτερα επίπεδα χημείας, ίσως δούμε καλύτερα πράγματα. Ωστόσο, ο ίδιος ο οργανισμός του Φοίνιξ δεν αποτελεί και το καλύτερο παράδειγμα λειτουργίας, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη σε μια επιτυχημένη πορεία.
Τσαρλς Μπάρκλεϊ – Κέβιν Τζοντον (1992-96)
Ο επιβλητικός Μπάρκλεϊ μάζευε ριμπάουντ σαν “μανιακός” και αποτελούσε την πρώτη επιθετική επιλογή των Σανς κατά τη δεκαετία του ‘90, έχοντας ως συνοδοιπόρο των εξαιρετικό all-around πόιντ γκαρντ, Τζόνσον. Μαζί κατάφεραν να οδηγήσουν την ομάδα στην πρώτη και μοναδική παρουσία τους στους τελικούς, όπου ηττήθηκαν στα έξι παιχνίδια από την αρμάδα του Μάικλ Τζόρνταν.
Στιβ Νας – Αμάρε Στούντεμαϊρ (2004-10)
Στα 6 χρόνια που συνυπήρξαν στο Φοίνιξ κατάφεραν να συντελέσουν ένα από τα εντυπωσιακότερα και ισχυρότερα ντουέτα όλων των εποχών. Ο, δις MVP, Νας με την εξωπραγματική διορατικότητα και δημιουργικότητα του βρήκε τον τέλειο παρτενέρ στην τρομακτική αθλητικότητα και διεισδυτική ικανότητα του Στούντεμαϊρ, φθάνοντας τις 62 νίκες στο πρωτάθλημα του 2004-05, χωρίς ωστόσο να φθάσουν υψηλότερα από τους τελικούς της περιφέρειας, στα playoffs.
Ουάσινγκτον Γουίζαρντς (32-50): Τζον Γουόλ – Μπράντλι Μπιλ
Ο Μπιλ ήταν η επιλογή των Γουίζαρντς στην τρίτη θέση του Draft του 2012, με τον νεαρό σούτινγκ γκαρντ να μεταβαίνει στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ και να ενώνει τις δυνάμεις του με τον Γουόλ που βρισκόταν εκεί ήδη δύο χρόνια, όταν κι επιλέχθηκε στην πρώτη θέση του Draft.
Έκτοτε ακολουθούν μια κοινή πορεία που εναλλάσσεται ανάμεσα σε πολλές αποτυχίες, αρκετές επιτυχίες και μπόλικη αμφισβήτηση. Παρά την τρομερή τους ατομική αγωνιστική εξέλιξη και συνεργατική τους αποτελεσματικότητα, οι Γουίζαρντς δεν έχουν κάνει βήμα παραπάνω από τον δεύτερο γύρο των πλέι οφς και ενδεχομένως από του χρόνου να φθάνουμε άμεσα στη διάλυση του εν λόγω διδύμου.
Έλβιν Χέις – Γουές Άνσελντ (1972-1981)
Το προηγούμενο μεγάλο ντουέτο της Ουάσινγκτον είχε συντελεστεί 40 χρόνια πριν, όταν τότε είχαν το όνομα Μπούλετς, και δρούσε στη frontline της ομάδας. Αμφότεροι εξαιρετικά επιβλητικοί ψηλοί με τρομερή έφεση στο ριμπάουντ. Ο Χέις ήταν η “αιχμή του δόρατος” σκοράροντας με κάθε τρόπο από το low post ενώ μαζί με τον Άνσελντ κατέβαζαν περί τα 28 ριμπάουντ ανά παιχνίδι! Αποκορύφωμα της συνύπαρξης τους, η κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1978.
Μινεσότα Τίμπεργουλβς (36-46): Καρλ-Άντονι Τάουνς – Άντριου Ουίγκινς
Τοπίο θόλο πάνω από Τάργκετ Σέντερ της Μινεσότα. Οι Τίμπεργουλβς έχουν καταφέρει να συνθέσουν έναν εξαιρετικό νεανικό κορμό, πρωτοστατούντος του Καρλ-Άντονι Τάουνς, ωστόσο τίποτα δεν έχει λειτουργήσει ως τώρα.
Το “έτερον του ήμισυ” Άντριου Ουίγκινς εισήλθε στο πρωτάθλημα ως ένα από τα πιο hot prospects και δεν έχει δικαιώσει ούτε κατ’ ελάχιστο τις προσδοκίες.
Ο Τζίμι Μπάτλερ, στο σύντομο πέρασμα του όπου τα έκανε όλα “μαλλιά κουβάρια”, κατηγόρησε άπαντες για έλλειψη ανταγωνιστικότητας, αποφασιστικότητας και μέταλλο νικητή. Παρά το ιδιότροπο του χαρακτήρα του, ενδεχομένως να έχει και δίκιο.
Από το 2015 όταν ο Τάουνς και ο Ουίγκινς ξεκίνησαν να συνυπάρχουν στην ομάδα το μόνο που κατάφεραν ήταν να οδηγήσουν την ομάδα τους στα πλέι οφ τη σεζόν 2016-17 (47-35 ρεκόρ), όταν ο Μπάτλερ ένωσε δυνάμεις μαζί τους…
Τζορτζ Μίκαν – Τζιμ Πόλαρντ (1947-1954)
Ο Μίκαν αποτελεί έναν από τους πρωτοπόρους του μπάσκετ, όντας ο πρώτος dominant ψηλός στην ιστορία του αθλήματος, όπως υποδεικνύει και το ψευδώνυμο “Mr. Basketball” που του δόθηκε. Παρέα με τον τίμιο Πόλαρντ πρωτοστάτησαν για την ομάδα της Μινεάπολις, τους Λέικερς (μετακόμισαν στο Λ.Α το 1958) και την οδήγησαν στην κατάκτηση του πρωταθλήματος του NBL το 1948 (προτού συμβεί η συνένωση με το BAA και τη γέννηση του NBA το 1949).
Τορόντο Ράπτορς (58-24): Κάιλ Λόουρι – Μαρκ Γκασόλ
Μετά από μια χρονιά βγαλμένη από τα πιο τρελά όνειρα των Καναδών, οι πρωταθλητές επιστρέφουν σε μια χρονιά που θα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα που είχαν συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Καουάι Λέοναρντ έφυγε, το ίδιο κι ο Ντάνι Γκριν, ο Λόουρι ανανέωσε μέχρι να φύγει του χρόνου το καλοκαίρι, με τον Γκασόλ να αποτελεί την μοναδική θεμελιωμένη σταθερά του συγκροτήματος του Νικ Νερς.
Παίκτες-κλειδιά της περσινής πορείας όπως ο Βανβλίτ και ο Σιάκαμ θα είναι σημεία αναφοράς και φέτος και άπαντες θα προσπαθήσουν να υπερασπιστούν με ζήλο το υπέρλαμπρο δαχτυλίδι που φόρεσαν στο δάχτυλο τους.
Τρέισι ΜακΓκρέιντι – Βινς Κάρτερ (1998-2000)
Ξαδέλφια εκτός παρκέ “σιαμαία δίδυμα” εντός (όπως τους χαρακτήρισε ο συμπαίκτης τους Ντι Μπράουν). Ο T-Mac και ο “Half Man – Half Amazing” προσέφεραν εντυπωσιακές παραστάσεις στο SkyDome (αρχικά) και την ScotiaBank Arena στη συνέχεια. Αλλά, πέρα των εξωπραγματικών αθλητικών προσόντων τους και δεδομένου του νεαρού της ηλικίας τους δεν κατάφεραν κάτι ουσιαστικό.
ΝτεΜάρ ΝτεΡόζαν – Κάιλ Λόουρι (2012-18)
Το πρώτο σοβαρό επιχείρημα πως οι Ράπτορς μπορεί να αποτελέσουν contender, τέθηκε με πειστικό τρόπο από δύο επιστήθιους φίλους. Ο “Deebo” και ο Λόουρι έβαλαν το Τορόντο στον μπασκετικό χάρτη (για πρώτη φορά θεωρούνταν βάσιμα ομάδα που μπορεί να φτάσει μακριά), του έδωσαν υπόσταση, πάλεψαν στα Playoffs αλλά δεν ξεπέρασαν το φράγμα των Τελικών Περιφέρειας.
*Photo credits: Clutchpoints.com