Ο Νίκος Μήλας, που «έφυγε» από την ζωή την περασμένη Δευτέρα (22/7) σε ηλικία 91 ετών, ήταν από τους πιονέρους της μεταπολεμικής εποχής του αθλήματος στην χώρα μας, συνέδεσε το όνομα του με όλους τους μεγάλους «σταθμούς» του ελληνικού μπάσκετ μέχρι την δεκαετία του ’70 και ήταν ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε ευρωπαϊκό τίτλο.
Ο Νίκος Μήλας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 1928 και άρχισε να παίζει μπάσκετ στον Πανελλήνιο μετά από παρότρυνση του Περικλή Κωνσταντινίδη, που ήταν καθηγητής γυμναστικής του στο Πέμπτο Γυμνάσιο της Αθήνας. Ο Κωνσταντινίδης ήταν παράλληλα γυμναστής και διευθυντής στον Πανελλήνιο και όλους τους ταλαντούχους αθλητές του Πέμπτου Γυμνασίου τους έπαιρνε από το… χεράκι και τους πήγαινε στον «σύλλογο των ολυμπιονικών».
Την ίδια διαδρομή με τον Μήλα από το Πέμπτο Γυμνάσιο στον Πανελλήνιο, είχε ακολουθήσει ο Γιώργος Ρουμπάνης, τρίτος ολυμπιονίκης στο επί κοντώ στους Αγώνες του 1956 της Μελβούρνης, και ο αδελφός του, Αριστείδης, ο οποίος ήταν μέλος της «χρυσής πεντάδας» του συλλόγου.
Ο Μήλας άρχισε να παίζει μπάσκετ στον Πανελλήνιο μαζί με τα μέλη της «χρυσής πεντάδας», Θέμη Χολέβα, Μίμη Στεφανίδη, Κώστα Παπαδήμα, τον Γ. Ρουμπάνη και τον Αντώνη Χρηστέα.
Επειδή, όμως, το σπίτι του ήταν κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και ο ίδιος ήταν φίλος της «ομάδας του τριφυλλιού», ο Μήλας μεταπήδησε από τον Πανελλήνιο στον Παναθηναϊκό το 1946. Στους «πράσινους» αγωνίστηκε για δέκα χρόνια με συμπαίκτες τους αείμνηστους Φαίδωνα Ματθαίου, Γιάννη Λάμπρου, Μίσα Πανταζόπουλο, Στέλιο Αρβανίτη, τα αδέλφια Γιώργο και Τζακ Νικολαΐδη, τον Πάνο Κουκόπουλο κ.α.
Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε τέσσερις Πανελλήνιους τίτλους, τις σεζόν 1946-47, 1949-50, 1950-51 και 1953-54. Ήταν «παρών» στην πρώτη επιτυχία της Εθνικής ομάδας, την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1949, που φιλοξενήθηκε στο Κάΐρο. Ήταν μέλος, επίσης, της Εθνικής η οποία συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι του 1952.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ασχολήθηκε με την προπονητική. Αρχικά στις ομάδες Ένωση Αμπελοκήπων, Πανιώνιος, Τυφώνας, ΑΟΣ (ο σημερινός Μίλωνας) και Βύρωνας. Την αγωνιστική χρονιά 1960-61 οδήγησε ως κόουτς τον Παναθηναϊκό στην κατάκτηση του Πανελληνίου Πρωταθλήματος.
Επόμενος «σταθμός» της προπονητικής καριέρας του ήταν ο Αμύντας, τον οποίο με παίκτες τους Χρήστο Ζούπα, Κώστα Ρήγα, Γιάννη Δημαρά, Κώστα Κωνστάντιο, Γιάννη Τσίκα κ.α., οδηγεί το 1966 για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου στην Α’ Εθνική. Στην «παρθενική» συμμετοχή του στην Α’ Εθνική, την σεζόν 1966-67, ο Αμύντας του Μήλα τερματίζει 4ος στην βαθμολογία.
Η επιτυχία του Αμύντα έχει ως αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του ’67 η ΑΕΚ να αναθέσει την τεχνική ηγεσία της στον Μήλα και να αποκτήσει από την ομάδα του Υμηττού τον Ζούπα. Μετά από 7 μήνες, στις 4 Απριλίου 1968, η Ένωση κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στο κατάμεστο από 100.000 θεατές Παναθηναϊκό Στάδιο στον τελικό με αντίπαλο την Σλάβια Πράγας (89-82) και γίνεται η πρώτη ελληνική ομάδα – με αμιγώς ελληνική σύνθεση μάλιστα – που κατακτά ευρωπαϊκό τίτλο.
Με την ΑΕΚ κατέκτησε, επίσης, δύο πρωταθλήματα Ελλάδας τις σεζόν 1967-68 χωρίς ήττα (22-0 νίκες) και 1969-70 με μια ήττα (21-1).
Το 1970 αποχώρησε από τον πάγκο της Ένωσης και λίγες εβδομάδες αργότερα αποδέχθηκε την πρόταση του Νίκου Γουλανδρή, που ήθελε να κάνει ξανά το τμήμα μπάσκετ των «ερυθρολεύκων» να πρωταγωνιστήσει, να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού.
Στους «ερυθρόλευκους» φέρνει από τις ΗΠΑ χάρις στις προσωπικές του επαφές τους Στηβ Γιατζόγλου και Μαχάρις (ή Μαχαίρα) και βάζει τις βάσεις για την μεγάλη ομάδα του Ολυμπιακού στην δεκαετία του ’70.
Επέστρεψε στην ΑΕΚ το 1971 και στον Παναθηναϊκό το 1975. Το 1976 εγκατέλειψε για επαγγελματικούς λόγους την προπονητική. Επανήλθε στους πάγκους μόνο για μια σεζόν (1982-83) για να καθοδηγήσει το Μαρούσι στην Β’ Εθνική.
Με την σύζυγο του, Άννα (πρώην μπασκετμπολίστρια στο Αμερικανικό Κολλέγιο) απέκτησε δύο παιδιά, τον Ανδρέα και την Σοφία, που με την σειρά τους, τους χάρισαν τέσσερα εγγόνια, όλα αγόρια.
«Πάντα πίστευα ότι τις μεγάλες ομάδες της κάνουν οι μεγάλοι παίκτες και όχι οι προπονητές», ήταν η φιλοσοφία του Μήλα, που είχε πατρική σχέση με τους αθλητές του. «Ασφαλώς, μεγάλο ρόλο παίζουν και οι πρόεδροι των ΚΑΕ, οι οποίοι βάζουν βαθιά το… χέρι στην τσέπη», ήταν, επίσης, άποψη του Μήλα ο οποίος τόνιζε: «Εάν μου δινόταν η ευκαιρία να γεννηθώ ξανά, θα ήθελα να ζήσω και πάλι την ωραία και ρομαντική εποχή του μπάσκετ».