«Η επικείμενη διάλυση του ελληνικού μπάσκετ έχει ονοματεπώνυμο: Γιώργος Βασιλακόπουλος» δηλώνει διαρκώς ο Υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Βασιλειάδης, κι είναι πρόδηλο ότι με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το γράφω και το φωνάζω χρόνια τώρα, αλλά χρειάζονται περισσότερα από μια απλή καταγραφή της προβληματικού τρόπου, με τον οποίο διοικείται το σπορ.
Υπάρχει πρόβλημα και σ’ αυτό κανείς δεν διαφωνεί. Το ζήτημα είναι να βρεθεί λύση και το πρώτο δόγμα είναι πως δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα εκείνοι που το δημιούργησαν. Αν, για παράδειγμα, η ΚΕΔ είναι παράνομη, παράτυπη και λειτουργεί κακώς, δεν μπορεί αυτός που την όρισε (ο Βασιλακόπουλος) να εγγυηθεί για το σωστό της λειτουργίας, αλλάζοντας πρόσωπα. Αφού αυτός θα την ορίσει εκ νέου, δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι θα καλύπτει όσα ζητούνται από τον νόμο και τη λογική, άρα δεν πρέπει να την ορίσει αυτός.
Τη λύση αναζητούμε, οπότε είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αναζητήσουμε ανθρώπους που θα εγγυηθούν με την παρουσία τους ότι μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Ότι έχουν τη διάθεση, ότι θα μπορέσουν να ξεκολλήσουν από τη λάσπη το κάρο. Ποιος ιδανικότερος από εκείνους που μας έμαθαν το μπάσκετ, που μας έκαναν να αγαπήσουμε το σπορ;
Άνθρωποι σαν τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη (πρωτίστως αυτοί οι δύο), αλλά και νεότεροι (Λάζαρος Παπαδόπουλος, Ευθύμης Ρεντζιάς, Θοδωρής Παπαλουκάς κτλ.), οφείλουν να βγουν μπροστά. Μου έλεγε ένας καλός φίλος πως κάθε παλιός παίκτης δεν είναι δεδομένα υποψήφιος καλός παράγοντας κι έχει απόλυτο δίκιο.
Δεν θα γίνει προσκλητήριο βετεράνων, αλλά άνθρωποι που γνωρίζουν το άθλημα, αν συνδυάσουν αυτή τη γνώση με την παρουσία και τη δουλειά τεχνοκρατών, θα μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα υγιές περιβάλλον, ώστε το άθλημα να ανθίσει εκ νέου. Και για να το κάνουν αυτό έχουν (τουλάχιστον) δύο μεγάλα ατού στα χέρια τους:
Το πρώτο είναι πως μπορούν να κάνουν ό,τι δεν έχει κάνει ο Γιώργος Βασιλακόπουλος και το σύστημά του, ή -αν προτιμάτε- να μην κάνουν τίποτα από αυτά που έχουν κάνει τα τελευταία 20-30 χρόνια. Δεν υπάρχει πιο εύκολη κι ασφαλής μέθοδος δράσης. Να μπουν πραγματικοί ομοσπονδιακοί προπονητές κι όχι οι φίλοι των φίλων, να αρνηθούν να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία των διαιτητών, να διαγράψουν τα σωματεία σφραγίδες, να ενισχύσουν τα ερασιτεχνικά σωματεία – κύτταρα του αθλητισμού, να επενδύσουν στην ανάπτυξη του μπάσκετ, προσέχοντας τα νέα παιδιά, να στηρίξουν τον Έλληνα προπονητή, να αναδείξουν την αξία του Έλληνα διαιτητή, να δείξουν το κοινωνικό πρόσωπο του αθλήματος.
Το δεύτερο έχει ονοματεπώνυμο: Γιάννης Αντετοκούνμπο! Όταν ο κορυφαίος παίκτης του πλανήτη έχει ελληνική ταυτότητα κι αγαπά τη χώρα που δεν τον αγάπησε, παρά μόνο όταν έγινε (από μόνος του) διάσημος, ο πλανήτης ασχολείται με μας. Αν αυτό το συνδυάσουμε με παρουσία ανθρώπων γνωστών στο παγκόσμιο μπάσκετ, όπως για παράδειγμα ο Νίκος Γκάλης (μέλος του Hall of Fame), αλλά και να εκμεταλλευτούμε την ισχυρή παρουσία των δύο «αιωνίων» στην Ευρωλίγκα, την πετυχημένη παρουσία Ελλήνων προπονητών σε όλο τον γνωστό κόσμο, μπορούν να γίνουν πραγματάκια.
Δεν είναι τόσο εύκολο όσο το κάνω να φαίνεται, αλλά δεν είναι και δύσκολο. Μόνο που αυτή τη στιγμή, τώρα που το μπάσκετ βουλιάζει, αυτοί οι οποίοι μπορούν να του δώσουν τη χαμένη του αίγλη είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΙ να βγουν μπροστά. Και πρέπει να το κάνουν τώρα. Η υποχρέωση απορρέει από την αγάπη του κόσμου, αλλά και από την αγάπη τους για το μπάσκετ…