Σκέφτηκα να γράψω για τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις και να συγκρίνω με την απολιθωμένη διοίκηση της ΕΟΚ, αλλά δεν έχω κέφι. Άλλωστε, ενίοτε οι λαοί (κι αυτός του μπάσκετ) έχουν τις διοικήσεις που τους αξίζουν. Ειδικά αυτή τη μέρα, το τελευταίο με το οποίο έχω διάθεση να ασχοληθώ, είναι η γερουσία του αθλήματος.
Ο Νίκος Μορτάκης μπορεί να είναι άγνωστος σε πολλούς από εσάς. Μέσω των τηλεοπτικών δεκτών η εικόνα του είναι οικεία, όμως όχι σε βαθμό που να χαρακτηριστεί «γνωστός», ή «επώνυμος» που λέγαμε παλιά. Ο Νίκος πάλεψε, έχοντας δίπλα του λίγους φίλους, αλλά νικήθηκε από τον καρκίνο.
«Άρρωστος» Ολυμπιακός, καλοσυνάτος, ξεκίνησε την ενασχόλησή του ως έφορος στη γυναικεία ομάδα του Πορφύρα. Με αυτή την ιδιότητα τον γνώρισα τον καιρό που το μπάσκετ έμπαινε στη ζωή μας, χάρη στην επιτυχία της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του ’87. Τότε «χτυπήθηκε» από το μικρόβιο της δημοσιογραφίας.
Άρχισε να γράφει στον «Φίλαθλο», μετά από δική μου παρότρυνση, όχι για να βγάλει χρήματα, αλλά επειδή αγαπούσε παθιασμένα το μπάσκετ. Με ένα μόνιμο χαμόγελο, διακριτικός όσο λίγοι, άνθρωπος χαμηλών τόνων, δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τον Ολυμπιακό. Την ομάδα της καρδιάς του. Στο ΣΕΦ (και στο Καραϊσκάκη) δεν έχανε αγώνα κι όπως συμβαίνει με τους «εραστές του αθλητισμού» δεν μετοχοποίησε την αγάπη του για το άθλημα.
Ποτέ δεν έβγαλε χρήματα και ποτέ δεν δούλεψε για να βγάλει χρήματα. Ο Νίκος και κάθε Νίκος είναι η ψυχή, η αγνή καρδιά, η άδολη αγάπη του αθλητισμού. Είναι αυτοί που κινούν τα γρανάζια των σπορ, αυτοί που μένουν εκεί, δίχως να ζητήσουν αντάλλαγμα. Κι αν από σήμερα δεν θα τον έχουμε κοντά μας ως φυσική παρουσία, θα έχουμε πολλές συζητήσεις να λέμε γι’ αυτόν και για τα πειράγματα που κάναμε.
Ο Νίκος δεν ήταν… εμπορικός όσο ζούσε, ενδεχομένως να γελά με αυτά που γράφω, ίσως να μην περίμενε ποτέ ότι θα γράψουν τόσο πολλοί γι’ αυτόν στα ΜΚΔ. Ήταν η κλασική περίπτωση, που μνημόνευσε ο Κώστας Χατζής, όταν ζήτησε από την… ιστορία να γράψει και για μας τους ταπεινούς. Γιατί «αν δεν υπήρχαμε εμείς, πώς θα υπήρχανε οι άλλοι, αν δεν υπήρχαν οι μικροί, πώς θα υπήρχαν οι μεγάλοι».
Καλό ταξίδι Νικόλα κι εύχομαι ρε μπαγάσα να περνάς καλά ‘κει πάνω…