Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος προέτρεπε να μην λέμε τα όνειρά μας, γιατί «μια μέρα κρύα, μπορεί και οι φροϋδιστές να ‘ρθουν στην εξουσία», προφανώς δεν γνώριζε πολλά περί μπάσκετ κι ΝΒΑ, ούτε πως δεκαετίες μετά θα εμφανίζονταν ένα… ντερέκι από τη γειτονική Σερβία. Ο Έλληνας τραγουδοποιός έγραψε τη «Ρεζέρβα» το 1979 κι ο «Μίλου» γεννήθηκε τέλη του 1994. Μοναδικό κοινό σημείο η… ρεζέρβα.
Κάπως έτσι αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό, ως μια εναλλακτική λύση στη γραμμή των ψηλών. Αν τότε, όταν πρωτοσυστήθηκε στο ελληνικό κοινό, έλεγε κανείς πως ο Σέρβος θα πάει στο ΝΒΑ, μπορεί και να του απαγορεύονταν ισόβια η είσοδος στα γήπεδα μπάσκετ. Τρία χρόνια μετά, μιλάμε για έναν από τους καλύτερους (αν όχι τον καλύτερο) σέντερ στη γηραιά ήπειρο. Κι όσο άκουσε τη… Ρεζέρβα του Νιόνιου, άλλο τόσο είναι πλέον ρεζέρβα στην Ευρώπη. Όχι μόνο στον Ολυμπιακό, αλλά σε όποια ομάδα κι αν σκεφτείτε.
Γνωρίζετε ότι δεν ειδικεύομαι στις αγιογραφίες, οπότε δεν πρόκειται παρά να χρησιμοποιήσω τον Μιλουτίνοφ ως παράδειγμα για όσους έχουν… όνειρα. Ακόμα κι αν τα κρατούν για τον εαυτό τους, πρέπει να δουν πώς το έκανε ο Νίκολα. Πρόδηλο είναι πως έχει τις αναλογίες, έχει και το ταλέντο, αλλά αν κάνετε μια γρήγορη σάρωση στη μνήμη σας και στις εικόνες από αυτόν, θα διαπιστώσετε πως «για τον ίδιο άνθρωπο μιλάμε», αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Σε κάθε του εμφάνιση δείχνει ότι έχει βάλει πολλά πράγματα στο παιχνίδι του. Στην άμυνα έχει βελτιώσει εξαιρετικά τα πλάγια βήματά του, σε βαθμό που από ένα… ξυλάγγουρο στην καρδιά της ρακέτας, να μπορεί να κυνηγά περιφερειακούς. Όχι όπως το έκανε στα νιάτα του ο Γκιστ, αλλά σε ικανοποιητικό βαθμό.
Βελτίωσε το σουτ, φτάνοντας στο σημείο να πετύχει μέχρι και… τρίποντο. Εντάξει, δεν είναι «σουτέρ», αλλά δεν πετάει την μπάλα. Σουτάρει ως κανονικός μπασκετμπολίστας, βελτιώνεται στις βολές, φαίνεται ότι έχει δουλέψει. Τίποτα, όμως, από τα δύο στοιχεία που αναφέραμε δεν είναι τόσο σημαντικό, όσο η γνώση του αθλήματος.
Ο Μιλουτίνοφ αντιλαμβάνεται, έμαθε να πασάρει, να σπάει την μπάλα και να μην μπορεί η αντίπαλη άμυνα να τον παγιδεύει. Κι αν στο ματς με τον Χολαργό οι συμπαίκτες του δεν είχαν 0/16 τρίποντα στο πρώτο ημίχρονο κι είχαν… λογικά ποσοστά, ο MVP της αγωνιστικής θα ήταν… τριπλά διψήφιος. Παράλληλα έμαθε να «διαβάζει» το παιχνίδι, ξέρει πού πρέπει να είναι και στις δύο πλευρές του γηπέδου.
Πώς έγιναν όλα αυτά; Όχι με κατ’ οίκον διδασκαλία, ή με τις νέες μεθόδους που μαθαίνεις τέσσερις γλώσσες σε τρία τάιμ άουτ. Δούλεψε πολύ, σε ατομικό επίπεδο, ξόδεψε εργατοώρες που λίγοι παίκτες έχουν ξοδέψει. Η φετινή εικόνα του δεν είναι προϊόν αστείρευτου ταλέντου, αλλά μιας καλά οργανωμένης αθλητικής ανάπτυξης, με απώτερο στόχο την υλοποίηση του ονείρου, τη συμμετοχή στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου.
Στον Ολυμπιακό έχουν κάθε λόγο να χαίρονται, παρότι γνωρίζουν ότι το καλοκαίρι θα τον χάσουν. Ο «Μίλου» ακολουθεί (και ξεπερνά) τα χνάρια των Χάινς, Ντάνστον, Χάντερ, οι οποίοι δημιούργησαν ατομική αγοραστική υπεραξία, φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα. Κανείς δεν είχε τη βελτίωση του Σέρβου (ίσως να συγκρίνετε μόνο ο Χάινς μαζί του), όμως δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός. Προφανώς κάτι καλό γίνεται.
Όπως και να ‘χει, επειδή ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας, που θέλουμε το αποτέλεσμα δίχως να έχει προηγηθεί η διαδικασία, ο Μιλουτίνοφ είναι παράδειγμα προς μίμηση για τους νεαρούς επίδοξους αθλητές. Αν νιώθουν ότι έχουν το ταλέντο, θα χρειαστεί να δουλέψουν πολύ σκληρά, για να δουν τα όνειρά τους όταν δεν κοιμούνται. Σε διαφορετική περίπτωση θα κοιμούνται… ΛεΜπρον και θα ξυπνούν «θύματα του κατεστημένου» και των… κυκλωμάτων.