Το μπάσκετ -λένε αυτοί που γνωρίζουν- είναι σαν την εκκλησία. Πολλοί μπαίνουν, λίγοι καταλαβαίνουν. Κι επειδή δεν είναι… εύκολο άθλημα, αλλά (ειδικά μετά την εξάπλωση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) η κριτική είναι εύκολη, ου μην κι επιβεβλημένη για ισορροπημένη ζωή των wannabe προπονητών, αυτών που παλιά ήταν στην εξέδρα, τώρα απλώνονται σε ιντερνετικούς διαδρόμους.
Αν, λοιπόν, ένας κανονικός προπονητής σημειώσει επιτυχίες, μόνιμη επωδός είναι «καλά, με αυτούς τους παίκτες κι εγώ να ήμουν στον πάγκο ίδια αποτελέσματα θα είχα». Με τους ίδιους παίκτες, αν αποτύχει, είναι «ύπνος», «μυρωδιάς», «άσχετος». Εν ολίγοις οι παίκτες κερδίζουν, ο προπονητής χάνει.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Επειδή βλέπω τον Ράιαν Χάροου και… τρελαίνομαι. Προσωπικά το περίμενα, γιατί γνωρίζω όσο ελάχιστοι τη δουλειά του Αργύρη Πεδουλάκη. Βλέπετε, όταν φέρνει παίκτες που δεν έχουν παίξει στην Ελλάδα (βλέπε Πιτ Μάικλ), το κοντέρ είναι μηδενισμένο. Εντέλει είναι μια… ψαγμένη επιλογή, ή για τους κακεντρεχείς μια επιλογή που του βγήκε. Όταν, όμως, βλέπουμε παίκτες που ήταν εδώ, που έχουμε δείγμα γραφής τους, να είναι… άλλοι παίκτες στα χέρια του, τότε κάτι καλό κάνει.
Δεν θα αναφερθώ στον αείμνηστο Αλφόνσο Φορντ, γιατί ήταν μια κατηγορία μόνος του. Ο Χάροου, όμως, ήταν στη… διπλανή πόρτα κι αίφνης έγινε φόβος και τρόμος για κάθε αντίπαλο. Άλλαξε ο ίδιος; Ψήλωσε; Έμαθε μπάσκετ; Προφανώς το ζήτημα είναι ο τρόπος αξιοποίησής του, το να του δώσει ο κόουτς την απαιτούμενη… «ψυχολογία» και -πάνω απ’ όλα- να βρει τον τρόπο να τον αξιοποιήσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέντε χρόνια μετά, χρόνια που βαραίνουν διπλά στις πλάτες των παικτών, ο Τσάβι Πασκουάλ εμπιστεύτηκε το δίδυμο ψηλών, που καθιέρωσε ο «Άρτζι» το 2013, τότε που πήρε το πρωτάθλημα με 3-0 και δύο νίκες στο ΣΕΦ, επί του Ολυμπιακού του Μπαρτζώκα, που λίγο πριν είχε σαρώσει στο Λονδίνο κι είχε κατακτήσει την Ευρωλίγκα.
Εντυπωσιακό, αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι ένας προπονητής που έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι γνωρίζει τρόπους να αξιοποιεί παίκτες, που έχει βγάλει ουκ ολίγους αθλητές που έκαναν τεράστια καριέρα (Πελεκάνο, Παπαμακάριο), που έχει αλλάξει την καριέρα άλλων (Τσαρτσαρής) και που σε κάθε περίπτωση έχει τα απαιτούμενα… γαλόνια, δεν επιλέχθηκε ΠΟΤΕ για τον πάγκο κάποιας από τις εθνικές ομάδες.
Αλήθεια, ποια είναι τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, που πρέπει να έχει ένας κόουτς για να γίνει ομοσπονδιακός; Ρητορικό το ερώτημα, μην περιμένετε απάντηση. Δείτε απλά ποιοι (και δεν αναφέρομαι σε όλους, αλλά δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία) φέρουν τον τίτλο του Ομοσπονδιακού.
Επιστροφή στον Χάροου. Για πέντε αγωνιστικές ηγείται μιας ομάδας, που -ούσα νεοφώτιστη- βρίσκεται στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. Λίγο ακόμα να συνεχίσει έτσι, είναι δεδομένο ότι θα αποκτήσει υπεραξία και θα βγάζει λεφτά (και) χάρη στον Πεδουλάκη. Όπως για χρόνια έκαναν οι Γκούροβιτς και Γιάριτς και διάφοροι άλλοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων του το αναγνώρισαν.
Αυτός ο παράξενος αντισυμβατικός τύπος, είχε βάλει από το παράθυρο σε All Star Game τα αδέρφια Αντετοκούνμπο, τις εποχές του Φιλαθλητικού. Τότε οι μύστες του σπορ τον είχαν κατακρίνει. Μάλλον έβλεπαν πολύ μπροστά.
Αντί επιλόγου: Όσοι πιστεύετε ότι ο προπονητής είναι απλά ένας τύπος με κουστούμι, που κάθεται στην άκρη του πάγκου κι αποτελεί τον εφιάλτη των αποφοίτων της σχολής Βακαλό, επειδή τα σχέδια του είναι άστα να πάνε, ας δει την εξέλιξη του Χάροου για να καταλάβει.