Ας παίξουμε ένα… mind game, που λένε κι οι προπονητές. Σκεφτείτε ότι είσαστε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο κι υπάρχει μόνο μια μικρή δέση φωτός, που αναδεικνύει ΜΟΝΟ τα μάτια από τον πίνακα με τη Μόνα Λίζα. Ή ακούτε μόνο πέντε νότες από την 9η συμφωνία του Μπετόβεν. Ή βλέπετε μόνο δύο σκηνές από την ταινία
«Τελευταία έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ», μπορείτε να παρακολουθήσετε ΜΟΝΟ έξι μέτρα από κούρσα του Μπολτ…
Θαρρώ καταλάβατε το νόημα, δεν χρειάζεται παράθεση περισσότερων παραδειγμάτων. Βλέπετε κάτι μοναδικό, αλλά βλέπετε μόνο ένα μικρό μέρος του. Αν δεν γνωρίζετε από πριν ότι πρόκειται για έναν τόσο γνωστό πίνακα, την πιο αναγνωρίσιμη μελωδία, μια ταινιάρα, ή έναν φτεροπόδαρο που νίκησε τα… χρονόμετρα, τι θα καταλάβετε; Ενδεχομένως και τίποτα.
Πόσο μπορούμε να μπούμε στα παπούτσια του Ντέρικ Ρόουζ; Τι μπορούμε να καταλάβουμε βλέποντάς τον να κλαίει, μετά τους 50 πόντους που σημείωσε απέναντι στους Τζαζ; Ενδεχομένως και τίποτα.
Γιατί μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε (από το βίντεο με τις καλύτερες στιγμές του αγώνα) ότι ο άσος των Τίμπεργουλφς βρέθηκε στη… ζώνη του λυκόφωτος. Ήταν στη… βραδιά του. Αυτό είναι το απλό.
Πώς μπορούμε, όμως, να δούμε τον αγώνα ενός ανθρώπου ο οποίος έγινε ο νεότερος MVP όλων των εποχών κι η τύχη τού γύρισε την πλάτη; Πώς μπορούμε να μπούμε στο μυαλό του και να μάθουμε τι σκέφτονταν πριν ή έπειτα από κάθε μία από τις τέσσερις επεμβάσεις που έκανε; Πώς μπορούμε να μπούμε στο μπάνιο του και να δούμε στον καθρέπτη που έβλεπε το πρόσωπό του την απόγνωση, τη σκέψη ότι μάλλον τέλειωσε γι’ αυτόν το μπάσκετ;
Το κλάμα, μετά τους 50 πόντους που πέτυχε, είναι η εικόνα της ιστορίας της ζωής του. Δεν τα παράτησε, δεν λύγισε, δεν αποδέχθηκε τη μοίρα του. Πάλεψε σαν σκυλί, γύρισε ξανά στην αφετηρία, και ξανά, και ξανά, τσακισμένος, με αφόρητους πόνους, γνωρίζοντας ότι στο μέλλον κάθε φορά που θα αλλάζει ο καιρός θα του θυμίζει και καθένα από τα χειρουργεία, είδε παίκτες που όταν ήταν στα… ντουζένια του δεν έφταναν να του δέσουν τα κορδόνια να τον προσπερνάνε, ένιωσε ότι ποτέ δεν θα είναι το ίδιο γρήγορος με πριν, αλλά δεν έκανε πίσω.
Απέδειξε ότι την τύχη μας την καθορίζουμε εμείς, αν κάτι δεν μας… σκότωσε (άρα μας έκανε πιο δυνατούς), και πως όλα -ή σχεδόν όλα- είναι στο μυαλό μας, στην ψυχή μας, στο πείσμα μας. Ο Ρόουζ συμβολίζει το πάθος για τη νίκη. Όχι μια αγωνιστική νίκη, αλλά τη νίκη του ανθρώπου απέναντι σε Θεούς και δαίμονες.
Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε ένα λογοπαίγνιο με το επώνυμό του, αυτό που θα έμενε είναι ότι δεν άνθισε ματαίως. Εντέλει, παρότι έχασε την καλή του όψη, παρότι ξεράθηκε, παρότι έμοιαζε ότι το μόνο που απέμενε ήταν να ξεριζωθεί για να μπει κάτι πιο φρέσκο στη γλάστρα, δίχως περιποίηση και με λίπασμα τη θέληση, βρήκε τον τρόπο να πετάξει άνθη. Υπέροχα, μοναδικά, ευωδιαστά.
Ο Ρόουζ… μπήκε στο κάδρο (η Μόνα Λίζα που λέγαμε), έγινε η μελωδία της ευτυχίας (η συμφωνία του Μπετόβεν που λέγαμε), είναι υποψήφιος για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου (η ταινιάρα που λέγαμε) και πλέον κατέρριψε το δικό του ρεκόρ (ο Γιουσέιν που λέγαμε). Έγινε όλα όσα μας κάνουν να αγαπάμε τον αθλητισμό, να αγαπάμε το μπάσκετ. Έγινε όσα θέλουμε να γίνουμε…