Το να είσαι προπονητής του Ολυμπιακού δεν είναι μικρή υπόθεση. Απολαμβάνεις πράγματα που λίγοι άνθρωποι μπορούν να απολαύσουν (το αυτό, φυσικά, ισχύει και για τον «πράσινο» πάγκο). Ναι, είναι «ηλεκτρική καρέκλα» κρίνεσαι, και κρίνεσαι σκληρά, όμως κινείσαι στην οριογραμμή της απόλυτης αναγνωρισιμότητας, η οποία ενίοτε φτάνει στα όρια της λατρείας.
Αν δεν πατάς σε… σταθερό σανίδι (κι ας τρέμει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου σε κάθε αγώνα) κινδυνεύεις να τρελαθείς, να την… ψωνίσεις, που λέει κι ο λαός μας. Κι είναι εύκολο να πει κάποιος «τι μας λες τώρα;», αλλά δεν έχει τη βιωματική εμπειρία, δεν έχει βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πιθανότατα δεν έχει γνωρίσει προπονητές ομάδων μικρότερου βεληνεκούς, με ψήγματα αναγνωρισιμότητας και τίποτα παραπάνω, οι οποίοι καβάλησαν ένα καλάμι και το άφησαν να τους οδηγήσει (στα βράχια).
Ακόμα κι ένα… ανεπαίσθητο «ψήλωμα» δικαιολογείται. Ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, όμως, ουδέποτε ένιωσε ότι πήρε… μισό πόντο, επειδή βρέθηκε στον Ολυμπιακό. Παρέμεινε ταπεινός, ίσως πιο ταπεινός από τη στιγμή που… έπιασε λιμάνι. Κι αν υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού κάποιοι καχύποπτου (όχι κατ’ ανάγκη κακοπροαίρετου), ότι αυτή η στάση ήταν μέρος του ρόλου, οι τελευταίες δηλώσεις του δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.
«Δεν θέλω να μιλάω για μένα, ας μιλήσουν άλλοι για το έργο μου» είπε. Κι είναι δεδομένο ότι επί των ημερών του ο Ολυμπιακός πέτυχε σημαντικά πράγματα, κυρίως στην Ευρωλίγκα. Είναι δεδομένο ότι το άθροισμα της προσπάθειάς του έχει θετικό πρόσημο. Είναι δεδομένο ότι από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία των «ερυθρόλευκων», μέχρι τη στιγμή που τα παρέδωσε, η μετοχή του εκτοξεύτηκε.
Τα λόγια του Γιάνις Στρέλνιεκς θα μπορούσαν να ερμηνευτούν κι ως «μπηχτή» απέναντι στον πρώην προπονητή του. «Αγαπώ όλους τους παίκτες μου» ήταν η απάντησή του και τέλος σε κάθε σκέψη για… φθινοπωρινό σίριαλ. Όχι μόνο έκοψε κάθε διάθεση για συνέχεια, ή ανταλλαγή δημόσιων μηνυμάτων, αλλά ταυτόχρονα κράτησε ψηλά το όνομά του, δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό την εκτίμηση που του τρέφει ο κόσμος.
Δεν είμαι καλός στις αγιογραφίες και δεν έχω τέτοια πρόθεση. Είναι, όμως, σπουδαίο για το ελληνικό μπάσκετ, προπονητές με μεγάλες επιτυχίες (όπως ο Γιώργος Μπαρτζώκας, ή ο Αργύρης Πεδουλάκης, για να μην πάω σε πιο παλιούς) να διατηρούν τη… γείωση με τη γη, να μην χάνουν το μυαλό τους. Είναι παραδείγματα, είναι πρότυπα, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας εποχής που το ελληνικό μπάσκετ δικαιούται να πανηγυρίζει για τη δική του προπονητική σχολή.