«Είμαι εδώ όπου ονειρευόμουν να είμαι από παιδάκι και θα συνεχίσω να είμαι». Με μια πρώτη ανάγνωση ο Νίκος Παππάς ανακοίνωσε μέσω της σελίδας του σε ΜΚΔ την ανανέωση της συνεργασίας με τον Παναθηναϊκό. Με μια δεύτερη ανάγνωση έστειλε… μήνυμα στον σκληρό πυρήνα της εξέδρας, με τον οποίο έχει αμοιβαία εκτίμηση (στα όρια της λατρείας). Κι αυτό δεν είναι επιλήψιμο, αλίμονο να ποινικοποιήσουμε τις σχέσεις των παικτών με τους οργανωμένους, ιδιαίτερα αν είναι -όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση- ειλικρινείς.
Ο Παππάς μένει εκεί που ήθελε να είναι, ο Ιωάννης Παπαπέτρου βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, από τη στιγμή που πέρασε στην απέναντι όχθη. Όπως είχε συμβεί οκτώ χρόνια πριν με τον Βασίλη Σπανούλη κι όπως -ενδεχομένως- θα συμβεί και 10 χρόνια μετά, με τον πρωταγωνιστή του μέλλοντος, ο οποίος θα αψηφήσει την «αιώνια» αντιπαλότητα και θα αλλάξει… στρατόπεδο.
Αν ρωτούσε κανείς “ποιος έχει δίκιο, οι παίκτες ή οι οπαδοί” ειλικρινά θα έλεγα ότι δεν υπάρχει απάντηση. Στο μπάσκετ, στον επαγγελματικό αθλητισμό, διασταυρώνονται δύο κόσμοι: Από τη μια ο κόσμος της πίστης, της ανιδιοτελούς αγάπης προς μια ομάδα, για την οποία κάποιοι θυσιάζουν οικογένεια, περιουσία, ακόμα και τη ζωή τους. Δίχως σκοπό, δίχως ανταποδοτικά οφέλη -πέραν της χαράς της νίκης-, γιατί έτυχε τα πρώτα βήματα να γίνουν στα… τσιμέντα κι όχι στη Λεωφόρο, στη σκεπαστή κι όχι στην Τούμπα.
Από την άλλη ο κόσμος του επαγγελματισμού, του άκρατου επαγγελματισμού, με τα υψηλά συμβόλαια, με την πιο αποδοτική 10-15ετία στη ζωή ενός παιδιού. Αθλητές, που δεν ανακάλυψαν το φάρμακο για τον καρκίνο, που έμαθαν από τα 18-19 να οδηγούν πανάκριβα αυτοκίνητα, που έχουν τόσα χρήματα όσα δεν μπορούσαν να φανταστούν, όταν προσπαθούσαν να βάλουν την μπάλα στο καλάθι, στο προαύλιο του σχολείου κι αναρωτιόνταν «γιατί κανένα από τα καλάθια δεν έχει διχτάκι;».
Ο οπαδός ταυτίζεται με τον παίκτη και περιμένει αντίστοιχη αφοσίωση. Το επιχείρημα, «εγώ μπορεί να μην έχω να φάω, αλλά θα πληρώσω εισιτήριο, να έρθω στο γήπεδο και να σε στηρίξω στα δύσκολα», συμπεριλαμβανομένης και της σκέψης «αν δεν ήμασταν όλοι εμείς, εσείς δεν θα είχατε όλα αυτά» είναι ακλόνητο.
Από την άλλη, τα παιδιά είναι επαγγελματίες. Η ικανότητά τους να ξεχωρίσουν, τα κάνει να διαφέρουν από τα άλλα, που λατρεύουν εξίσου (ίσως και περισσότερο) το μπάσκετ, αλλά παίζουν για μισθούς πείνας -κι αν τους πάρουν-, αλλά αν τραυματιστούν κανείς δεν θα τους συνδράμει, μπορεί να κουβαλούν τους πόνους για μια ζωή.
Αυτή την ικανότητα πρέπει να εκμεταλλευτούν, για να κερδίσουν όσο περισσότερα μπορούν, καθώς γνωρίζουν πως μετά την καριέρα τους ως μπασκετμπολίστες θα σβήσουν τα φώτα (αν δεν γίνουν σπουδαίοι προπονητές) και θα δουλέψει… χτύπημα στον ώμο, ένα «γεια σου παικταρά», αργότερα «γιόκα μου αυτός ήταν μεγάλος παίκτης στην εποχή του» και κανείς δεν θα ρωτήσει αν έκαναν ορθολογιστική διαχείριση κι έχουν να φάνε.
Αν τύχει -όπως στην περίπτωση του Παππά– να ταιριάξουν οι δύο κόσμοι και να κολλήσουν σωστά οι γωνίες, όλα καλά. Αν πάλι -όπως στην περίπτωση Παπαπέτρου– η ανάγκη επαγγελματικής εξέλιξης μπει μπροστά από το όποιο (υπαρκτό ή ανύπαρκτο) συναίσθημα, τότε οι… στιχουργοί της εξέδρας θα εξαντλήσουν τη φαντασία τους για να δημιουργήσουν τα πλέον σεξιστικά των συνθημάτων.
Κάθε προσπάθεια να τραβήξεις κάποιον εκ των δύο (τον οπαδό, ή τον παίκτη) από τον έναν κόσμο στον άλλον, είναι εξ ορισμού αποτυχημένη, αφήστε που δεν είναι κακό κάποιες στιγμές να ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους. Κι εμείς -για παράδειγμα- από κάποια εξέδρα ξεκινήσαμε, αλλά καλούμαστε να δούμε τα πράγματα με το… τρίτο μάτι, αυτό της απάθειας και της «αντικειμενικότητας». Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά οφείλουμε να συνηθίσουμε (ειδικότερα οι πιο νεαροί) στον νέο μας κόσμο…