Σύμφωνα με την ερμηνεία της λέξης «κοινωνικός ρατσισμός» είναι η αντίληψη και συμπεριφορά σε βάρος κοινωνικών ομάδων που μειονεκτούν ή διαφέρουν. Αν κανείς έχει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε απευθείας απόγονοι των αρχαίων προγόνων μας, μάλλον δεν εκπλήσσεται, καθώς στην Σπάρτη υπήρχαν οι «Αποθέτες» (μερικοί τους ταυτίζουν με τον Καιάδα), όπου σύμφωνα με τη «μυθιστορία» οι Σπαρτιάτες έριχναν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη, προκειμένου να διασφαλίσουν την αρτιότητα της φυλής τους.
Αν κι αυτό ιστορικά ελέγχεται, έχουμε κάνει βήματα προόδου. Τώρα πια δεν πετάμε σε βάραθρα τα ανάπηρα βρέφη, δεν φτάσαμε όμως στο σημείο να αποδεχόμαστε να τα βλέπουμε στον δρόμο, γι’ αυτό και καλύπτουμε με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητά μας τις ράμπες των πεζοδρομίων, ώστε όταν μεγαλώνουν να υποχρεώνονται σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Πώς θα μπορούσαμε να αποδεχθούμε έναν χοντρό αράπη, ο οποίος έκανε το ειδεχθές έγκλημα να πετύχει, να γίνει γνωστότερος και πλουσιότερος από εμάς τους εκλεκτούς του Θεού; Γι’ αυτό και οι απανταχού six-packηδες έσπευσαν να χλευάσουν τον υπέρβαρο Σοφοκλή Σχορτσιανίτη.
Αυτοί που όταν τσάκιζε τους Αμερικανούς, όταν έβγαινε από τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού, ή του Παναθηναϊκού, σπρώχνονταν για να βγάλουν μια σέλφι μαζί του, ή να πάρουν ένα αυτόγραφο, πήραν την εκδίκησή τους. Τον κατακεραύνωσαν για την «άθλια εμφάνισή του».
Οι 9/10 από αυτούς που τον χλεύασαν έχουν σηκώσει με δυσκολία δύο σακούλες από το σούπερ μάρκετ σε κάθε χέρι. Αλλά κι αν ήταν κράμα Σταλόνε και Σβαρτσενέγκερ, θα είχαν δικαίωμα να κρίνουν τον άλλον μόνο για τα κιλά του; Εδώ άλλοι ανόητοι έκριναν ότι λόγω χρώματος δεν μπορεί να είναι Έλληνας.
Αρκετοί ασπάλακες εξ αυτών ακόμα κουβαλούν το κόμπλεξ του «κοντού ανθρώπου, σημαδεμένου από τον Θεό» (η άλλη όψη του κοινωνικού ρατσισμού), που πολλές φορές άκουσαν στη ζωή τους. Κάποιοι ασπάλακες ακόμα θυμούνται τα πειράγματα όταν άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά τους, όταν εμφανίστηκαν πρώτη φορά στο σχολείο με γυαλιά, όταν έφαγαν την πρώτη χυλόπιτα κι άκουγαν την κοπελίτσα με την οποία είχαν (εν τη απουσία της) περάσει «υγρές νύχτες», να σχολιάζει το θράσος τους να της ζητήσουν δεσμό. «Μα με αυτόν θα πήγαινα»;
Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί το τραγούδι του συμπαθέστατου Νάσου είχε 3.5 εκατομμύρια προβολές. Ξέρετε αυτό με την «καριόλα»… Μα είναι εξαιρετικά απλό. Παραδέχθηκε ταυτόχρονα, σε λίγους στίχους, ότι είναι «κερατάς» και «γύφτος». Άρα δεν είναι τόσο σπουδαίος όσο εμείς, είναι υποδεέστερος.
Ότι κι αν έλεγαν οι ανόητες που μας «έφτυσαν», εμείς ούτε γύφτοι, ούτε αράπηδες, ούτε χοντροί είμαστε. Άρα μπορούμε να συνεχίσουμε να ασκούμε το εθνικό μας σπορ (αυτό που λέγαμε με τις «υγρές νύχτες»), την… ερωτική προπόνηση, τη συνεύρεση χωρίς παρτενέρ, καθώς ό,τι μαθαίνεις μικρός, δεν το ξεχνάς μεγάλος.
Αντί επιλόγου: Ως χοντρός μπορώ με σιγουριά να σας πω ότι ένας υπέρβαρος μπορεί με δίαιτα να αδυνατίσει. Και σε λίγο καιρό -αν το αποφασίσει- να πάψει να είναι χοντρός. Κι όπως τραγούδησε ένας άλλος υπέροχος χοντρός (ο B.D. Foxmoor) «Καληνύχτα μαλάκα, μοναχά να θυμάσαι, αύριο πρωί το ίδιο μαλάκας πως θα ‘σαι».