Σερβία: Μποντίρογκα, Κροατία: Βράνκοβιτς, Λιθουανία: Σαμπόνις, Ρωσία: Κιριλένκο, Ισπανία: Γκαρμπαχόσα, Τουρκία: Τούρκογλου, Ουκρανία: Βολκόφ, Κίνα: Γιάο Μινγκ.
Αστέρια δηλαδή που διαμόρφωσαν την πρόσφατη ιστορία του αθλήματος, αναγνωρίσιμα από όλο τον κόσμο, ηγούνται των Ομοσπονδιών στις χώρες τους.
Εμείς, προετοιμαζόμενοι να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, την τιμούμε με τη διατήρηση στα διοικητικά του μπάσκετ, ανθρώπων σχεδόν συνομήλικων με τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο και άλλους, που μας πουλάν το παρελθόν ως μέλλον.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι οι δεινόσαυροι του μπάσκετ, σε σχέση με τους ερπετοειδής συναδέλφους τους, που αφανίστηκαν από πτώση μετεωριτών, εμφανίστηκαν πιο προνοητικοί, δημιουργώντας ένα αξεπέραστο τείχος προστασίας, ακόμα από αστέρια του χώρου, που θα μπορούσαν να τους προκαλέσουν αλλεργικό σοκ, αμφισβητώντας παγιωμένες απόψεις (που θα έκαναν ακόμα και τον Μιχαλολιάκο να σκάσει από ζήλια), όπως π.χ. ότι το “ΝΒΑ είναι μαϊμούδες που πηδάνε”.
Απόψεις όπως η παραπάνω, πέρα από τη γραφικότητά τους, δικαιολογούν το τέλμα που βρίσκεται ο χώρος. Υποδηλώνουν αδυναμία ανάλυσης, άρα και λύσης.
Τυφλωμένοι από την εγωπάθειά τους, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια -ανάδειξης στα λόγια- κάποιας φανταστικής ανωτερότητάς τους, δεν μπορούν να αντιληφθούν την κολοσσιαία διαφορά που υπάρχει μεταξύ Ευρώπης και ΝΒΑ σε επίπεδο θεσμών και λογικής. Είναι σαν να συγκρίνουμε το MIT με τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.
Η γεροντική άνοια μετατρέπεται σε παράνοια, όταν θεωρούν ότι η δήλωση του ΓΓΑ για την ανικανότητα τους να διοργανώσουν έστω έναν τελικό Κυπέλλου, είναι ένδειξη κατατρεγμού, που παραπέμπει σε ιστορία συνωμοσίας.
Κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι η διαπίστωση της ανικανότητάς τους, είναι κοινή πεποίθηση σε όλο τον φίλαθλο κόσμο, βασισμένη σε συνεχόμενα πραγματικά περιστατικά. Εμμέσως το παραδέχονται κι οι ίδιοι, αφού δεν θεωρούν υποχρέωσή τους να παρευρεθούν στην κορυφαία -κατ’ αυτούς- εκδήλωση, που έχουν την αποκλειστική ευθύνη, απαξιώνοντάς τη με αυτή τη συμπεριφορά.
Από την ΕΟΚ έχουμε συνηθίσει να μην περιμένουμε τίποτα, πέρα από αρνητικές εκπλήξεις. Η εμφάνιση όμως του ΕΣΑΚΕ, ως πρόταση τεχνοκρατικής αντιμετώπισης των απολιθωμένων ιδεών της ΕΟΚ, αποδείχθηκε τεραστίων διαστάσεων φούσκα, στηριγμένη στην “εκσυγχρονιστική” άποψη της μόδας, της τότε εποχής, ότι το μέλλον βρίσκεται στους ανθρώπους της αγοράς και τη λαγνεία για τις δυνατότητες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η απλοϊκή σκέψη ότι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, πουλώντας γάλα, φάρμακα, σίδερα, ή διαχειριζόμενος τηλεοπτικούς σταθμούς ή κατασκευές, καθίσταται αυτόματα ικανός να διαχειριστεί αθλητικά θέματα με όρους επιχειρηματικότητας, αποδείχθηκε φαντασίωση, σε πολλές περιπτώσεις καταστροφική, όπως ήταν απόλυτα προβλέψιμο άλλωστε.
Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε τα στοιχεία που πρέπει να αξιολογηθούν, για να χαρακτηριστεί κάποιος επιτυχημένος επιχειρηματίας αθλητικής επιχείρησης, δεν μπορεί να μην ορίζαμε σαν κριτήριο στάθμισης της επιτυχίας του, την επίτευξη κέρδους, ή έστω ισοσκελισμού εσόδων – εξόδων, μέσα από τη βέλτιστη σχέση κόστους – αγωνιστικού αποτελέσματος, διαχειριζόμενος και αυξάνοντας τους πόρους του σωματείου (που προϋποθέτει την ενεργοποίηση της υποστηρικτικής διάθεσης του περίγυρου), δημιουργώντας παράλληλα μηχανισμούς, που θα εξασφάλιζαν την αειφορία ακόμα και μετά την αποχώρησή του.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, μπορεί να ταυτοποιηθεί κάποιος από τους εμπλεκομένους στον ΕΣΑΚΕ; Σίγουρα όχι.
Όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα και για όσο διάστημα την έχουν, χρηματοδοτούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρηματοδοτούσαν και οι επιφανείς φίλαθλοι, που χαρακτηρίστηκαν ρομαντικοί (με την έννοια του αναποτελεσματικού), πριν από την εμφάνιση των ΚΑΕ. Με τα ίδια μέτρα και σταθμά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή του ρομαντικού τεχνοκρατισμού, που είναι τόσο παράλογος χαρακτηρισμός, όσο η πραγματικότητα που βιώνουμε.
Ο σοβαροφανής ΕΣΑΚΕ στηρίχθηκε σε δεδομένα που δεν υπάρχουν, γεγονός που δικαιολογεί την ανυπαρξία του. Μια από τα ίδια, δηλαδή! Περιχαράκωση για την αποτροπή “εισοδιστών”, με την ίδια λογική της ΕΟΚ.
Απαιτούνται πέντε χρόνια ενασχόλησης με ΚΑΕ για να κριθεί ικανός κάποιος να ασχοληθεί με τη διοίκηση της Ένωσης. Με λίγα λόγια, πρέπει να έχεις χρεοκοπήσει τουλάχιστον ένα σωματείο σε πέντε χρόνια, για να κριθείς κατάλληλος να διοικήσεις. Οι άνθρωποι που διαφεντεύουν το μπάσκετ, βρίσκονται ακόμα στη σπηλιά του Πλάτωνα και θεωρούν τις σκιές σαν τον πραγματικό κόσμο. Το μόνο που έχουν καταλάβει από το ΝΒΑ είναι οι cheerleaders.
Η γνώση δημιουργεί αξία. Η περίπτωση Αντετοκούνμπο είναι η αποθέωση αυτής της θεωρίας. Οι Bucks χωρίς να ξοδέψουν πακτωλό χρημάτων, διέγνωσαν τις ικανότητες ενός παιδιού που πούλαγε CD στον δρόμο και το μεταμόρφωσαν σε παγκόσμια προσωπικότητα, στην οποία αναφέρεται ακόμα και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Γιάννης άλλαξε τον ορισμό της μαγκιάς στην Ελλάδα.
Μάγκες είναι οι παράγοντες του Φιλαθλητικού, που συμμετείχαν καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτής της ανεκτίμητης αξίας, που κανείς από τους προβεβλημένους οικονομικούς παράγοντες δεν μπορεί να αποκτήσει μέσω των χρημάτων.
Ποιοι είναι όμως οι φορείς της γνώσης και πως το αθλητικό σύστημα τους αξιοποιεί;
- Πρώτον: Οι προπονητές
Κατά γενική ομολογία το επίπεδο και ο αριθμός των Ελλήνων προπονητών είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, σε σημείο που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε προπονητή για την Εθνική Ομάδα με κλήρωση. Εμείς διαλέξαμε Ιταλό!
Ο Σύνδεσμος των Προπονητών, ενώ θα έπρεπε να είναι ο φυσικός σύμβουλος της Ομοσπονδίας, παραγκωνίζεται προκλητικά και αντιμετωπίζεται με σχεδόν εχθρική διάθεση.
- Δεύτερον: Οι παλαιοί αθλητές
Οι αθλητές που συνεργάστηκαν με μεγάλους προπονητές και γνώρισαν τον βαθμό οργάνωσης μεγάλων σωματείων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, είναι σίγουρα πιο ενήμεροι για τα θέματα το μπάσκετ, από τους ληγμένους παράγοντες του προηγούμενου αιώνα.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι ένας καλός παίκτης δεν είναι απαραίτητο να έχει διοικητικές ικανότητες. Αυτό μένει να αποδειχθεί, ή να απορριφτεί στην πράξη. Αυτό όμως που έχει αποδειχθεί οριστικά είναι ότι σημερινό καθεστώς είναι πέρα για πέρα αποτυχημένο.
Για όλους τους παραπάνω, το σύστημα του μπάσκετ, τους αφιερώνει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα λεπτό και αυτό σιγής.
Φυσικά για την όλη κατάσταση δεν φταίνε αυτοί που εκμεταλλεύονται το μπάσκετ, αλλά αυτοί που τους ανέχονται. Τα σωματεία αντί να ξεπεράσουν τον αυτισμό τους και μα αντιδράσουν σε αυτά που συμβαίνουν, διαγκωνίζονται να ανέβουν θέσεις στο πελατολόγιο.
Καιρός είναι να εκφράσουν το μπαΐλντισμα και την αγωνία του παλιάτσου “εμπόροι πίνουν το κρασί μας και κλέβουνε τη γη”, αντί την αδιαφορία του ληστή “δεν δίνω διάρα τσακιστή για ότι έχει κερδηθεί για ότι έχει πια χαθεί”.
Αλλά και οι αθλητές πρέπει να διεκδικήσουν ποιο ενεργά τη συμμετοχή τους, γιατί από εδώ και στο εξής “σ’ αυτό τον θίασο θα παίζουν μόνο ως φαντάσματα”.