Ο Ολυμπιακός φωνάζει ότι θέλει ψηλό. Και το φωνάζει σε κάθε αγώνα. Ταυτόχρονα, όμως, κερδίζει και το κάνει με εμφατικό τρόπο, με ωραίο μπάσκετ, περνώντας από έδρες που άλλοι θα αγκομαχήσουν, ή που… γονάτισαν. Η μία σκέψη είναι “μα φωνάζει“, η άλλη “ας φωνάζει. Αφού κερδίζει όλα καλά“.
Ο Πάτρικ Γιανγκ είναι ο αδύναμος κρίκος. Όχι πως ο Νίκολα Μιλουτίνοφ βγάζει μάτια, αλλά για τρίτος ψηλός την κάνει τη δουλειά του. Είναι αυτό που θα λέγαμε “τίμιος“, ώστε να αποφύγουμε να τον κρίνουμε με αριθμητικές αναλύσεις. Το πρόβλημα είναι ο Αμερικανός, που δείχνει να κάνει ένα βήμα μπρος και δύο πίσω.
Ερώτηση: Μπορεί να φτάσει ψηλά ο Ολυμπιακός, στηριγμένος μόνο στον Μπιρτς; Η λογική λέει πως όχι, όμως για την ώρα τα καταφέρνει, οπότε έχει το δικαίωμα να πάρει το ρίσκο, να στηρίξει τον παίκτη του (διάολε, τραυματίστηκε ο άνθρωπος, δεν το κάνει επειδή δεν θέλει), να περιμένει.
Από εκεί και πέρα ο Ολυμπιακός είναι πολύ καλός στα… καλά του παιχνίδια και πολύ κακός στις κακές του βραδιές. Έχει μεγάλα διαγράμματα στην καμπύλη της απόδοσης, με θετικό συνολικά πρόσημο και καλύτερα αποτελέσματα απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Άλλωστε, με τρεις εκτός έδρας νίκες και μάλιστα με ομάδες που δεν είναι της… τελευταίας ταχύτητας, βάζει υποψηφιότητα για να τερματίσει ψηλά.
Παρότι έχει περισσότερα κενά στην άμυνα σε σχέση με πέρυσι, είναι σαφώς βελτιωμένος στην επίθεση. Έχει οδηγούς, έχει σημάδια, έχει παίκτες που μπορούν να πονοκεφαλιάσουν την αντίπαλη άμυνα. Το γράψαμε από την πρώτη στιγμή, δεν έχει πλέον μόνο τον Σπανούλη. Έχει τον Σπανούλη ως κεντρικό άξονα, ως βασικό μοχλό, αλλά “χτίζει” τις νίκες του με τον Λοτζέσκι, τον Πρίντεζη, τον Γκριν κι άλλους πρωταγωνιστές που βρίσκει ανά παιχνίδι.
Έχει γεμάτο ρόστερ (εξαιρείται η θέση “5“, με τις παρούσες συνθήκες), με παίκτες που στο σύνολό τους είναι έτοιμοι να προσφέρουν και στις δύο πλευρές του γηπέδου. Δεν είναι η ομάδα που θα πάρει αήττητη την Ευρωλίγκα, αλλά ένα σύνολο που θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για να διεκδικήσει ένα από τα τέσσερα εισιτήρια. Θα ήμασταν πιο σίγουροι αν είχε και σέντερ…