Στην Αρχαία Ελλάδα οι πόλεις – κράτη γκρέμιζαν τα τείχη για να υποδεχθούν τους Ολυμπιονίκες. Εκείνους που είχαν εξαιρετικές επιδόσεις και που γίνονταν -μέσω του στίβου και των αθλημάτων- πρεσβευτές των τόπων τους. Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο αθλητής που άλλαξε τον ρου της ιστορίας δεν είδε τείχη να γκρεμίζονται, δεν είδε γήπεδα να χτίζονται και να φέρουν το όνομά του, δεν είδε δρόμους να μετονομάζονται, δεν είδε τις τιμές που του άρμοζαν.
Είδε ένα ταξί, με το οποίο έφυγε από ένα ταπεινό γήπεδο, βάζοντας τέλος στην πιο ένδοξη ιστορία του ελληνικού αθλητισμού (και όχι μόνο του μπάσκετ)
Ήταν (σαν σήμερα) 18 Οκτωβρίου 1994, όταν ο Νίκος Γκάλης ένιωσε να αδικείται από τον τρόπο με τον οποίο τον διαχειρίστηκε ο Κώστας Πολίτης. Σε έναν απολύτως αδιάφορο αγώνα, με αντίπαλο τους Αμπελόκηπους στο Μετς, γράφτηκε ο πιο άδοξος επίλογος της πιο ένδοξης καριέρας.
Ο Γκάλης έφυγε στα μισά, σταματώντας ένα ταξί. Κανείς τότε δεν κατάλαβε ότι είχε έρθει το τέλος, παρότι ο “Θεός” είχε μεγαλώσει. Έναν μήνα μετά ο Παναθηναϊκός διέκοψε το συμβόλαιό του κι 11 μήνες αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Γκάλης ανακοίνωσε επίσημα την αποχώρησή του από το μπάσκετ.
Κάποτε θα συνέβαινε. Ίσως όχι έτσι, όχι βίαια, αλλά είναι νομοτελειακό φαινόμενο πως ακόμα και οι πιο όμορφες στιγμές κάποτε τελειώνουν. Το ζήτημα είναι το… μετά. Ο Νίκος Γκάλης ΔΕΝ τιμήθηκε από τις αρχές του μπάσκετ. Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, αυτός που ΟΦΕΙΛΕ να τον τιμήσει, τον είδε ως ανταγωνιστή. Βλέπετε, από τότε ο (εκείνη την εποχή) “ισχυρός άνδρας” του μπάσκετ, ήταν ναρκισσιστής.
Ο Γκάλης δεν χωρούσε στο οπτικό του πεδίο, το οποίο περιορίζονταν στον καθρέπτη και στο είδωλό του. Ο Γκάλης δεν έπρεπε να τύχει τιμών…
– Γι’ αυτό και το ΟΑΚΑ δεν πήρε το όνομά του.
– Γι’ αυτό και το Αλεξάνδρειο (ολόκληρο) δεν μετονομάστηκε.
– Γι’ αυτό και δεν πραγματοποιήθηκαν τελετές τιμής, στον άνθρωπο που μας έκανε να αγαπήσουμε το μπάσκετ.
Μάταιος ο κόπος. Μήπως μπορεί η άμμος να σταματήσει το κύμα; Ο κόσμος λάτρεψε τον δικό του μπασκετικό Θεό. Ρίγησε όταν τον είδε να μπαίνει στο ΟΑΚΑ με την Ολυμπιακή Φλόγα στο χέρι, το 2004. Τον αποθέωσε και τον αποθεώνει κάθε φορά που τον συναντά. Ο Γκάλης έγινε στίχος από τραγούδι. Ο Γκάλης αποθεώθηκε από τους συμπαίκτες του (θυμηθείτε το “γκαλόσημο“, που είχε πει ο Φάνης).
Ο Γκάλης έγινε μύθος. Κάθε μπασκετικός που σέβεται τον εαυτό του, μαθαίνει στα παιδιά του την ιστορία του Γκάλη, τους δείχνει ένα βίντεο, με τον Θεό να μην πατά στη γη. Κι όπως συμβαίνει με όλους τους… μύθους, χτίζονται και μύθοι γύρω από το όνομά τους. Δεν είχαν, βλέπετε, όλοι την τύχη (ο υπογράφων ήταν από τους ευλογημένους), να τον αγγίξουν, να μιλήσουν μαζί του, να παίξουν τάβλι, να τον δουν στις ανθρώπινες στιγμές χαλάρωσής του…
Όσα χρόνια κι αν περάσουν ένας θα είναι ο Θεός του μπάσκετ. Κι αντίστοιχα, μεταξύ των ελάχιστων ασεβών, ο Γιώργος Βασιλακόπουλος θα έχει τη θέση του πιο ασεβή όλων. Του ανθρώπου που δεν τίμησε αυτόν, χάρη στον οποίο ακόμα (δυστυχώς) υπάρχει στον χώρο. Αυτό και μόνο φτάνει για να θαμπώσει το -έτσι κι αλλιώς- αμφιλεγόμενο (ως προς την ευεργετική επίδραση στον χώρο) πορτραίτο του.
Ο “Θεός” μοιάζει να είναι σαν τον Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Ουάιλντ (χωρίς πάντως να χρειαστεί να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο) αγέραστος κι ο “ασεβής” σαν το πορτραίτο που γερνά και ξεθωριάζει…
Πηγή: we24.gr