Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, εκείνη τη βραδιά στην Ντιζόν, Ιούνη του 1999. Ίσως από τις χειρότερες σε δημοσιογραφική αποστολή, σίγουρα η χειρότερη στην ιστορία της Εθνικής. Ήταν τόσο μεγάλη η τσατίλα, η πίκρα, ο θυμός, που όμοιός τους δεν υπήρξε ποτέ ξανά, αφού εκείνη η βραδιά σημάδεψε πολλούς.
Σημάδεψε και την Εθνική ομάδα, καθώς στάθηκε ως απαρχή των μεγάλων επιτυχιών που ακολούθησαν. Η ομάδα έχασε τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, χρειάστηκε προκριματικά για το Ευρωμπάσκετ του 2001 και αυτό του 2003, μέχρι να αναγεννηθεί από τις στάχτες που άφησε εκείνο το παρανάλωμα της Ντιζόν και να μεγαλουργήσει τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Δεκαέξι χρόνια μετά, η Εθνική βρίσκεται -και καλά θα κάνουμε όλοι να το παραδεχτούμε- σε ένα αντίστοιχο σταυροδρόμι. Η αποτυχία -γιατί περί αποτυχίας πρόκειται- πρόκρισης στην 4αδα του Ευρωμπάσκετ, υπό τις συνθήκες που στήθηκε αυτή η ομάδα, δίχως προβλήματα και με το καλύτερο δυνατό υλικό, και κόντρα στη χειρότερη και ελλιπέστερη Ισπανία της 15ετίας, μπορεί και πρέπει να γίνει η απαρχή για ανασύνταξη δυνάμεων, για αλλαγή “πολιτικής” και σκέψης από πλευράς της Ομοσπονδίας και να σταματήσει είτε να βαφτίζεται “επιτυχία” η κάθε 5η θέση σε Ευρωμπάσκετ ή η συμμετοχή μέσω wild card σε Μουντομπάσκετ.
Έξι χρόνια τώρα, κρύβονται κάτω από το χαλί η απαρχαιωμένη νοοτροπία και οι πρακτικές της ΕΟΚ, του “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα“. Η κάθε 5η θέση έδινε πρόκριση στο επόμενο Ευρωμπάσκετ δίχως αγώνες, κάθε wild card -με το αζημίωτο φυσικά- έδινε συμμετοχή σε Μουντομπάσκετ δίχως αγώνες, η κάθε 5η ή 7η θέση στη φετινή διοργάνωση μας στέλνει στο Προολυμπιακό. Ε, και;
Το ζήτημα δεν είναι να κρατήσουμε με κάθε τρόπο μία ομάδα που αποδεδειγμένα μας έχει χαρίσει μεγάλες χαρές και την αγαπάμε ίσως περισσότερο -όσο και αν μας πληγώνει- στις ήττες και δη στις “μεγάλες” ήττες. Ζήτημα είναι να επιστρέψει στο βλέμμα των διεθνών εκείνη η σπίθα, που έφερε τα μεγάλα αποτελέσματα, τις ιστορικές ανατροπές, τις μυθικών διαστάσεων νίκες. Όπως στο Βελιγράδι, στη Σαϊτάμα, στη Μαδρίτη…
Για να γίνει αυτό η Εθνική πρέπει να βρει έναν προπονητή που να εμπνέει. Όπως είχε κάνει την προηγούμενη δεκαετία, αλλά και στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Κι εδώ είναι απαραίτητη μία παρένθεση.
Η ομάδα που κλήθηκε να συνεχίσει μετά την “απόσυρση” του Γιαννάκη το 1996 και των Φάνη και Φασούλα το 1998 την παράδοση της Εθνικής σε μεγάλες διοργανώσεις, είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη από όλες. Κάποιοι παίκτες της (Αλβέρτης, Οικονόμου, Κορωνιός κ.α.) έφεραν 4ες θέσεις σε Ευρωμπάσκετ (1997, 1999), ή Μουντομπάσκετ (1998), που τότε είχαν θεωρηθεί… αποτυχίες. Κάτι άδικο και παράλογο, βλέποντας τα -μη- κατορθώματα της Εθνικής την τελευταία 6ετία. Κλείνει η παρένθεση…
Η Εθνική, λοιπόν, χρειάζεται άμεσα έναν προπονητή που να εμπνεύσει. Οι παίκτες τής ομάδας είναι αποδεδειγμένα υψηλού επιπέδου, ίσως του υψηλότερου στην Ευρώπη και πλέον και στο ΝΒΑ. Έχουν κατακτήσει σχεδόν τα πάντα με τις ομάδες τους. Δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν, ούτε θα κριθούν από μία ήττα.
Όμως, λείπει ο καθοδηγητής, αυτός που θα τους “μιλήσει” έξω από τα συστήματα, τα πικ-εντ-ρολ και τα “χετζ-άουτ”. Όπως για παράδειγμα έκανε ο Σάσα Τζόρτζεβιτς στη Σερβία της τελευταίας διετίας, ένας προπονητής που μέχρι πέρυσι δεν είχε να επιδείξει το παραμικρό επίτευγμα στην προπονητική του καριέρα. Ή όπως κάνει ο Κολέ στη Γαλλία, με παίκτες με τους οποίους “μιλάει” την ίδια γλώσσα.
Ο Φώτης Κατσικάρης έκανε λάθη προπονητικά και σε επίπεδο τακτικής, λάθη που μπορούν να τα κρίνουν καλύτερα συνάδελφοί του. Όμως αυτό που δεν κατάφερε, όπως και οι προκάτοχοί του Ζούρος, Τρινκιέρι, ακόμη και ο Καζλάουσκας του 2010, ήταν να βγάλει από τους παίκτες αυτήν τη σπίθα, τον τσαμπουκά, το πάθος του δεν φοβόμαστε κανέναν. Αυτό που μας έλλειψε και πάλι στον αγώνα με την Ισπανία, όπου από τα πρώτα λεπτά είδαμε και νοιώσαμε χέρια τρεμάμενα και καρδιά που πάει να σπάσει από το άγχος και το αίσθημα “κατωτερότητας“.
Η Ομοσπονδία λοιπόν επιβάλλεται (αν και δεν πιστεύω ότι θα το κάνει) να τραβήξει μία μεγάλη γραμμή, να αναθέσει τις τύχες της ομάδας σε έναν προπονητή τον οποίο να στηρίξει και να υποστηρίξει, πέρα από… δημόσιες σχέσεις και χατίρια, να οριοθετήσει ένα μακρόχρονο πλάνο με ορίζοντα πενταετίας, να σταματήσει να “εξαγοράζει” συμμετοχές και διοργανώσεις που θα -την- κρατάνε (την Ομοσπονδία…) δήθεν στον αφρό και να αφήσει στην άκρη όλες τις αναχρονιστικές μεθόδους διαμαρτυρίας (προς τους διαιτητές), ή επίρριψης ευθύνης στον εκάστοτε προπονητή, όπως είχε συμβεί με την αποδόμηση, μέσω συγκεκριμένων ΜΜΕ του Καζλάουσκας το 2010, του Ζούρου το 2012 και του Τρινκιέρι ένα χρόνο αργότερα.