Καλησπέρα φιλαράκια. Εν μέσω διακοπών είπα να σας… δροσίσω. Η ιστορία που θα περιγράψω είναι πραγματική, αλλά -έτσι, για να το διασκεδάσουμε λιγάκι- θα προσποιηθούμε ότι είναι φανταστική. Πώς λέμε “φανταστικέ μου φίλε“; Ή “φανταστικέ μου κόουτς“; Ένα τέτοια πράγμα…
Στο χωριό της Ουτοπίας, λοιπόν, έφτιαξαν ομάδα μπάσκετ. Ο κόουτς δεν πετύχαινε πουλί βαλσαμωμένο. Πέτρα να έριχνε στη θάλασσα, έβρισκε βράχο. Μιλάμε για γκαντεμιά (το λες και ανικανότητα). Μέχρι που, ο Θεός τον λυπήθηκε, κι αποφάσισε να του δώσει μια ομάδα άχαστη.
Όσο κι αν προσπάθησα δεν βρήκα το αντίθετο του Μίδα και το “Δαμίς” δεν μου κάνει. Ο ήρωας της φανταστικής μας ιστορίας χρυσάφι έπιανε, σκόνη γίνονταν. Κι η άχαστη ομάδα δεν σταύρωνε νίκη. Ο κόουτς τρελάθηκε. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, μπήκε στ’ αποδυτήρια κλαίγοντας κι άρχισε να ουρλιάζει… “Δεν αντέχω άλλη αποτυχία” έλεγε απαρηγόρητος. Ούτε εμείς κόουτς, αλλά τί να λέμε τώρα…
Οι Θεοί, στο χωριό της Ουτοπίας, τον λυπήθηκαν. Μαζί και οι παίκτες. Μαζεύτηκαν όλοι μαζί σ’ ένα δωμάτιο κι άρχισαν να συζητούν. Κατάλαβαν ότι ο κόουτς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει, γι’ αυτό και αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. “Διάβασαν” το παιχνίδι, αντάλλαξαν απόψεις, βρήκαν τί δεν πήγαινε καλά.
Από τη στιγμή που εντοπίστηκε το (αγωνιστικό) πρόβλημα, απλά ενημέρωσαν τον συνεργάτη του κόουτς ότι αλλάζουν τρόπο παιχνιδιού. Όπερ κι εγένετο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Όπως όλες οι φανταστικές ιστορίες, φανταστικοί μου φίλοι, κι αυτή είχε “happy end“. Η ομάδα του χωριού της Ουτοπίας κατατρόπωσε τους αντιπάλους της και κατέκτησε τη φανταστική κορυφή. Κι ο κόουτς έχει κάθε λόγο να γελά.
Πώς το έλεγε ο Λουκιανός; “… Πρέπει ακόμα να προσέχεις να ‘ναι ξύπνιοι οι μουσικοί, έτσι που, αν δεν ξέρεις νότες, θα… ξέρουν αυτοί“!