Ο παλαίμαχος αθλητής του Άρη, Ντίνος Αγγελίδης, και ο αρχηγός της σημερινής ομάδας, Αντώνης Ασημακόπουλος παραχώρησαν συνέντευξη στην επίσημη ιστοσελίδα της ΚΑΕ όπου αναφέρθηκαν στην καριέρα τους, στην πίεση που έχει η φανέλα του Άρη αλλά και το τι κάνει μία ομάδα επιτυχημένη.
Αναλυτικά η συνέντευξη του μήνα στην επίσημη ιστοσελίδα της ΚΑΕ Άρης:
– Κ. Αγγελίδη, αφηγηθείτε μας την πορεία σας στον Αθλητισμό και την έλευσή σας στον Άρη, τις διακρίσεις σας με τον Σύλλογο και την Εθνική ομάδα, έως τότε που σταματήσατε το μπάσκετ.
“Γεννήθηκα στο εξωτερικό, στη Βιέννη. Η μητέρα μου ήταν από εκεί και ο πατέρας μου από Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, οι πρώτες μου επαφές με το μπάσκετ ήταν στην Αθήνα, περίπου το 1980-‘82. Ξεκίνησα σε σχετικά μεγάλη ηλικία να παίζω μπάσκετ, καθαρά από χόμπι και μάλιστα τότε παίζαμε σε αλάνες. Κάποια στιγμή κάποιος παράγοντας στα Πατήσια, ενδιαφέρθηκε να μου βγάλει δελτίο στην ομάδα και με παρότρυνση των γονιών μου, πήγα στο Σπόρτινγκ να παίξω μπάσκετ σε κλειστό γήπεδο”.
“Πέρασα 7 χρόνια στην ομάδα, περνώντας σχεδόν από όλα τα τμήματα, τα μίνι και τους παίδες. Το 1990 ενδιαφέρθηκε για μένα ο Άρης και με απέκτησε. Με τον Άρη κατέκτησα 1 Πρωτάθλημα, 2 Κύπελλα Ελλάδος, 2 Ευρωπαϊκά Κύπελλα, ένα Κυπελλούχων και ένα Κόρατς. Με την Εθνική ομάδα πήραμε τη δεύτερη θέση το 1989 στο Ευρωμπάσκετ και ως μέλος της Εθνικής κατέλαβα την 5η θέση στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα το 1996. Το μόνο στο οποίο δε συμμετείχα ήταν το Παγκόσμιο, λόγω τραυματισμών”.
– Αντώνη, πώς ξεκίνησε η δική σου ενασχόληση με τον αθλητισμό και πώς ήρθες στον Άρη;
“Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ το 1984, όταν ήμουν 8 χρονών στην Αθήνα και συγκεκριμένα στους Τράχωνες. Είχα σαν έμπνευση τον αδερφό της μητέρας μου, ο οποίος ήταν μπασκετμπολίστας στη Ζάκυνθο, αλλά και τον ξάδερφο του πατέρα μου που εκείνη την περίοδο ήταν προπονητής στην ανδρική ομάδα των Τραχώνων. Ξεκίνησα τη σοβαρή μου ενασχόληση με το μπάσκετ στο ΓΣ Ηλιούπολης. Το 1997-‘98 πήγα στον Πανιώνιο, ενώ το 1998-‘99 ήμουν στη Δάφνη. Ακολούθησαν η ομάδα του Παπάγου, δύο χρόνια στη Νήαρ Ηστ, Πανελλήνιος, Ιωνικός Ν. Φιλαδέλφειας και το 2004 ο Άρης. Στον Άρη έμεινα για δύο χρόνια. Ήρθα όταν ζήτησε ο Τσαρλς Μπάρτον να με δει”.
“Τότε έκανα μια προπόνηση κάτω από τη Θύρα 3 στο γήπεδο Χαριλάου και κατευθείαν μου είπε ότι θέλει να με συμπεριλάβει στην ομάδα της επόμενης χρονιάς. Μετά από τον Άρη, ακολούθησε η Ολυμπιάδα Πατρών για ένα χρόνο και ο Κολοσσός, στον οποίο έμεινα για πέντε χρόνια. Από το 2012 βρίσκομαι στον Άρη. Στην ομάδα με έφερε ο Βαγγέλης Αλεξανδρής, με τον οποίο ήταν και η δεύτερη φορά που συνεργαζόμασταν. Την πρώτη φορά με είχε επιλέξει για την ομάδα του Κολοσσού, την πρώτη χρονιά της θητείας μου στην ομάδα της Ρόδου“.
–Πόσο σημαντική είναι η σκληρή δουλειά για έναν αθλητή, ώστε να καθιερωθεί με τη φανέλα του Άρη;
ΝΤ.ΑΓ. “Είναι καθοριστικό το πόσο σκληρά δουλεύει κάποιος για οποιαδήποτε ομάδα. Για ένα ομαδικό άθλημα, η σκληρή δουλειά είναι το αυτονόητο. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Μερικοί έχουν μεγαλύτερο ζήλο. Μπορεί να ξεκινά για κάποιους σαν χόμπι, αλλά καταλήγει σε δουλειά. Υπάρχουν όλων των ειδών οι επαγγελματίες. Το να καθιερωθείς, είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και πρέπει να το αγαπάς. Για κάποιους μπορεί να παίζει ρόλο ο εκάστοτε σύλλογος. Εγώ είχα την τύχη να βρίσκομαι σε μία από τις ιστορικότερες ομάδες της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδος. Η πίεση αυξάνεται, αλλά γίνεται συνήθεια. Είναι ένα κομμάτι, με το οποίο πρέπει να μάθει να ζει ένας αθλητής, είναι κομμάτι της δουλειάς”.
ΑΝ.ΑΣ.“Πιστεύω ότι η σκληρή δουλειά είναι ταυτόσημη με τον πρωταθλητισμό, αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχεις τους στόχους, τους οποίους βάζεις. Όταν η τύχη σε βοηθάει και συμπεριλαμβάνεσαι στο ρόστερ μιας μεγάλης ομάδας, οι απαιτήσεις και οι προσωπικοί στόχοι μεγαλώνουν. Άρα, και η διάθεση για σκληρή δουλειά πρέπει να γιγαντώνεται για να μπορέσεις να αποδείξεις ότι δε βρίσκεσαι τυχαία σε μία μεγάλη ομάδα, όπως ο Άρης“.
–Κ. Αγγελίδη, ποιος είναι ο παίκτης που σας έχει δυσκολέψει περισσότερο στην καριέρα σας;
“Είναι πολλοί. Από όλους πήραμε κάποια στοιχεία, ώστε να πορευτούμε καλύτερα στη συνέχεια. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Τον Όντι Νόρις, τον Ντίνο Μεγεγκίν, τον Βλάντε Ντίβατς, τον Ντίνο Ράτζα ή τον Ρόϊ Τάρπλεϊ, με τον οποίο υπήρξαμε και συμπαίκτες, αλλά με έχει δυσκολέψει ως αντίπαλος; Είχα την τύχη να βρεθώ αντιμέτωπος με πολύ μεγάλα ονόματα της μπασκετικής Ευρώπης“.
–Αντώνη, πόσο σημαντικά είναι τα λάθη και οι ήττες στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός αθλητή;
“Τα λάθη και οι ήττες είναι έννοιες, επίσης, ταυτόσημες με τον αθλητισμό, όπως και οι τραυματισμοί. Μέσα από τη διαδικασία των λαθών -γιατί το μπάσκετ είναι ένα άθλημα στο οποίο υπάρχουν πάντα πολλά λάθη- θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσεις το λάθος, να συμφιλιωθείς μαζί του και να προσπαθήσεις να μην το ξανακάνεις. Οι ήττες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μας. Πρέπει να μάθεις να τις αποδέχεσαι, πρέπει να μάθεις να τις ξεχνάς γρήγορα, όπως και τις μεγάλες νίκες πρέπει να τις ξεχνάς γρήγορα”.
“Όταν χάνεις, πρέπει να κοιτάς μπροστά και όταν κερδίζεις, πρέπει να κρυφοκοιτάς πίσω για να θυμάσαι από πού έρχεσαι. Από την άλλη, οι τραυματισμοί, είναι και θέμα τύχης και γι’ αυτό ευχόμαστε πάνω από όλα ο Θεός να μας έχει καλά, γιατί σε μία δουλειά όπως η δική μας, που έχει ημερομηνία λήξης, το να μένεις υγιής, σε βοηθά να γίνεσαι καλύτερος και να προσπαθείς να πετυχαίνεις τους στόχους σου απερίσπαστος”.
–Κ. Αγγελίδη, ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας με τη φανέλα του Άρη, εκείνη που σας έχει σημαδέψει;
“Η καλύτερη στιγμή εννοείται ότι είναι οι διακρίσεις μου με τον σύλλογο. Ο τίτλος στο Τορίνο, η κατάκτηση του Κόρατς με την πλήρη ανατροπή στην Προύσα… Επίσης, ως καλύτερη στιγμή, μπορώ να χαρακτηρίσω το πρώτο και τελευταίο μου Πρωτάθλημα με τον Άρη και την κατάκτηση του κυπέλλου σαν αουτσάιντερ και με χιλιάδες προβλήματα, οικονομικά και όχι μόνο, κόντρα στην ΑΕΚ του Γιάννη Ιωαννίδη. Η χειρότερη στιγμή μου είναι η αποχώρησή μου από τον Άρη, γιατί θεωρούσα ότι αυτή η ομάδα είναι το δεύτερο σπίτι μου. Επίσης, άσχημες στιγμές, ήταν εκείνες των τραυματισμών, αλλά είναι κι αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα και κάποια στιγμή έγιναν συνήθεια”.
– Αντώνη, έχει πίεση η φανέλα του Άρη και αν ναι, πώς ένας παίκτης προσαρμόζεται ή διαχειρίζεται την πίεση αυτή;
“Η φανέλα του Άρη έχει πίεση γιατί έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Είναι μία ομάδα, η οποία έχει 21 τίτλους, έχει μια μεγάλη Ιστορία, έχουν περάσει αθλητές και ονόματα παγκόσμιας εμβέλειας και είναι λογικό κάθε παίκτης που έρχεται στην ομάδα να θέλει να περάσει με την απόδοσή του στο πάνθεον των αθλητών εκείνων που έχουν αγαπηθεί από τον κόσμο του Άρη και έχουν προσφέρει στην ομάδα. Την πίεση ο κάθε αθλητής, την αντιλαμβάνεται διαφορετικά και ως επί των πλείστων την αντιμετωπίζει διαφορετικά. Είναι θέμα καθαρά προσωπικότητας και ψυχικής δύναμης”.
–Κ. Αγγελίδη, ποια είναι τα συστατικά της επιτυχίας για μια ομάδα; Τι πρέπει να κάνει, ώστε να πρωταγωνιστήσει;
“Δεν αρκεί μόνο το ρόστερ για μία ομάδα. Έχω συναντήσει ομάδες με οικονομική δυνατότητα, αλλά της έλειπαν άλλα πράγματα, όπως η χημεία μεταξύ των παικτών, η σύμπνοια, η πειθαρχεία, η αλληλεγγύη, ο κοινός στόχος, το “κλίμα”, όπως λέμε. Όταν λειτουργούμε σαν παρέα φίλων και έχουμε στην ουσία πείσει και τον τελευταίο παίκτη της ομάδας, ότι υπάρχει μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος, τα πράγματα γίνονται πολύ εύκολα. Ο προπονητής ξέρει με τι παίκτες έχει να κάνει και κάνουμε το έργο του πιο εύκολο. Επίσης, χωρίς σκληρή δουλειά, ο παράγοντας τύχη παίζει και αυτός μεγάλο ρόλο. Όσο καλός κι αν είσαι, μπορεί να έχεις μια κακή βραδιά. Χρειάζεται ένας συνδυασμός παραμέτρων για να επιτύχει μία ομάδα και να πραγματοποιήσει τους στόχους της”.
–Αντώνη, ποιες είναι οι σκέψεις σου σε ό,τι αφορά τους προσωπικούς σου στόχους, αλλά και τον Άρη;
“Μου λείπει πολύ ένας τίτλος με την ομάδα του Άρη. Έχω φτάσει τρεις φορές πολύ κοντά, ώστε να κατακτήσω έναν τίτλο, αλλά οι συγκυρίες δεν ήταν με το μέρος μας, και για όσο παίζω για την ομάδα αυτή, θα παλεύω γι’ αυτό μου το όνειρο. Ευτυχώς, βρίσκομαι σε μία ομάδα που αποτελείται από μία Διοίκηση που έχει πλάνο και όραμα. Είμαστε η μοναδική ομάδα που παλεύουμε μέσα από τις διάφορες δυσπραγίες να κερδίσει κάτι και αυτό το κάτι είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε δώσει μεγάλη βαρύτητα στο ελληνικό στοιχείο και ευκαιρίες σε παιδιά, προερχόμενα από μικρότερες κατηγορίες και από τις ακαδημίες του Συλλόγου, να ζήσουν μοναδικές στιγμές φορώντας τη φανέλα του Άρη“.
“Ταυτόχρονα με το ταλέντο τους και τον νεανικό ενθουσιασμό τους, μπορούμε να κοιτάμε οποιονδήποτε αντίπαλο στα μάτια. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, καταφέραμε να έχουμε 1700 διαρκείας και αυτό δείχνει ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται και αποδέχεται το πλάνο και το όραμα της Διοίκησης. Δεν είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Είναι ένας δρόμος που μόνο η αλήθεια και η ανάληψη ευθύνης, μπορεί να βγάλει την ομάδα από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται και τα βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία δύο χρόνια, είναι τεράστια”.