Ο ήρωας της ιστορίας μας είναι συχνά πυκνά καθολικά διαμαρτυρόμενος. Παραμένει πάντα φίλος του “μεγάλου“, αλλά δεν διστάζει να εκφράζει τις αντιρρήσεις του, γι’ αυτό και οι υπόλοιποι που είναι κοντά στον “ισχυρό” (οι λεγόμενοι και “αυλικοί“) τον έχουν στην απ’ όξω. Ο τύπος, όμως, δεν μασάει. Έτσι γνωρίζαμε μέχρι χθες…
Δεν είναι… περαστικός από τον χώρο, δεν έχει ανάγκη από χρήματα, αφού η δουλειά του πάει μια χαρά, είναι ιδεολόγος και καταφέρνει -χρόνια τώρα- να βρίσκεται ταυτόχρονα μακριά από τα κέντρα εξουσίας, επηρεάζοντάς τα παράλληλα.
Ποιος είναι; Αν ήταν να τα λέμε όλα με το όνομά τους, αν ήταν να σας δίνουμε μασημένη τροφή, δεν είχε νόημα να γράφουμε. Το μυστήριο έχει τη χάρη του. Αν τον βρείτε, πάντως, υπόσχομαι να κεράσω έναν καφέ. Και θα έχετε την είδηση, και τον καφέ δώρο…
Ο ήρωας της ιστορίας μας φαίνεται πως κουράστηκε να κάνει αυτό που ο Αλέξανδρος Μπάρας περιέγραψε (κι ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε) ως “πυκνό συλλαλητήριο που οργανώνει μόνος ένας μόνος” κι αποφάσισε να αφήσει τη “Μοναξιά” (τίτλος του ποιήματος) και να μπει στο… κοπάδι.
Τα βρήκε με αυτούς που έβριζε, που κατήγγειλε, που “πολεμούσε“. Τώρα λειτουργούν παρέα, αρμονικά, θεωρώντας πως την επόμενη μέρα θα είναι η κυρίαρχη κατάσταση. Κρίμα. Αν, όντως, ισχύει (συνήθως δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά) φαίνεται πως το… μέλι της εξουσίας είναι αισθητά πιο γλυκό, από την πικρή γεύση της απομόνωσης.
Ως Περαστικός, κάπου κάτι άκουσα, κάπου κάτι είδα. Ας το ψάξουν οι έχοντες ενδιαφέρον. Και μια και ανέφερα τη λέξη “κοπάδι“, το ποίημα τελειώνει με το τετράστιχο: “Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι, πίσω του το φως της μέρας σβήνεται και μπροστά του πήζει το σκοτάδι“. Πολύ σκοτάδι, πιο πολύ κι από το κατακάθι του καφέ..