Το να τολμήσω να γράψω για τον Γιώργο Αμερικάνο, παρόντος του Γιώργου Νικολάου (απορώ πού βρίσκει τη δύναμη και γράφει, βιώνοντας παράλληλα τον πόνο για τον “πατέρα” που έχασε) θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανοησία, στη χειρότερη ιεροσυλία. Δεν θα το επιχειρήσω…
Δεν θα έγραφα λέξη, άλλωστε ως ιστότοπος έχουμε δείξει την εκτίμησή μας στο πρόσωπο του εκλιπόντος με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν αθλητικές εφημερίδες, οι οποίες δεν αξιολόγησαν ως σημαντικό θέμα τον χαμό ενός εκ των μεγαλυτέρων αθλητών που ανέδειξε αυτή η χώρα, ώστε να το προβάλλουν με πρωτοσέλιδη αναφορά, θαρρώ ότι κάτι πρέπει να… συζητήσουμε.
Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω τη δουλειά των συναδέλφων στις εφημερίδες; Μακριά τέτοιες αντιλήψεις. Δεν υπάρχει (ενδεχομένως για κάποιες περιπτώσεις θα έπρεπε να υπάρχει) αστυνομία Τύπου κι εγώ προ πολλού έχω σκοτώσει τον μπάτσο μέσα μου.
Υπάρχει, όμως, τεράστιο έλλειμμα αθλητικής παιδείας. Έλλειμμα που όσο περνούν τα χρόνια αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, περνά από γενιά σε γενιά. Ελάχιστοι γνωρίζουν ποιος ήταν ο “Παγκόσμιος“. Όσοι δεν τον προλάβαμε να αγωνίζεται έχουμε απλά αφηγήσεις και ιστορίες, οι οποίες όσο περνούν τα χρόνια μειώνονται δραματικά.
Αν ρωτήσετε τους μισούς Έλληνες μπασκετμπολίστες μπορεί και να μην ξέρουν πότε και πού έπαιζε ο Αμερικάνος. Σε λίγο καιρό, σε καμιά πενταετία, ο Μέμος Ιωάννου και ο Αργύρης Παπαπέτρου θα είναι γόνοι μπασκετμπολιστών, ο Κώστας Μίσσας ένας σεβάσμιος προπονητής.
Η αγωνιστική τους διαδρομή, ως αθλητές, θα είναι ζητούμενο για διαγωνισμούς του μέλλοντος. “Βρείτε πού έπαιζε ο Μίσσας και κερδίστε ένα iPad“…
Ούτε μαθήματα ιστορίας έχω διάθεση να κάνω, άλλωστε δεν διεκδικώ έδρα καθηγητή ιστορίας, αλλά όταν δεν έχεις αθλητική παιδεία (και δεν μπορείς να έχεις αθλητική παιδεία, αν δεν γνωρίζεις την ιστορία του αθλήματος), τότε εύκολα ρίχνεις το λέιζερ στα μάτια του αντιπάλου, πετάς το καπνογόνο, σπας την καρέκλα.
Ο απαίδευτος πιτσιρικάς θα είναι ο αυριανός απαίδευτος παίκτης, απαίδευτος διαιτητής, απαίδευτος δημοσιογράφος, που μη έχοντας γερές βάσεις θα κάνει σημαία τη σφαιρική του άγνοια και θα πορευτεί με αυτοσκοπό τη νίκη, προβάλλοντας είτε το ταλέντο του, είτε την ικανότητά του στη γραφή (αν έχει), είτε -συχνό φαινόμενο- το κενού περιεχομένου σαρκίο του και την επί παντός επιστητού άποψη (όλοι έχουμε από μία και δεν συνεχίζω τη φράση)…
Σε λίγα χρόνια στη θέση του Αμερικάνου θα βρεθεί ο Γκάλης, στη θέση του Γκάλη ο Σπανούλης κι ο Διαμαντίδης και πάει λέγοντας. Αν δεν αποφασίσουμε να βάλουμε το μπάσκετ στη βασική εκπαίδευση αυτών που ασχολούνται με τον έναν ή άλλο τρόπο με το άθλημα, απλά θα βλέπουμε κάποιους μεγαλύτερους σε ηλικία να λένε “έπρεπε να τον είχες δει να παίζει” και θα τους προσπερνάμε, θεωρώντας τους γραφικούς.
Η πολιτεία, με την όποια έκφρασή της, είτε ως ΓΓΑ, είτε ως Υπουργείο (παρακλάδι του Πολιτισμού, τρομάρα μας), είτε ως λίγκα, είτε ως ομοσπονδία, οφείλει να ασχοληθεί με το ζήτημα της αθλητικής (μπασκετικής) παιδείας. Θα πείτε “εδώ είναι συνολικά απαίδευτα και αμόρφωτα τα παιδιά μας, την ιστορία του μπάσκετ θέλεις να μάθουν; Εδώ δεν ξέρουν σε ποιους είπε το “ΟΧΙ” ο ελληνικός λαός (και όχι ο δικτάτωρ Μεταξάς), θέλεις να ξέρουν ποιος ήταν ο Κόντος, ο Καστρινάκης, ο Ζούπας“;
Δεν έχετε άδικο. Άλλωστε, έχουμε ξαναπεί, το μπάσκετ είναι το σημαντικότερο από τα περιττά πράγματα στη ζωή μας. Μόνο που να, όταν “φεύγουν” τόσο σημαντικοί άνθρωποι και ένα φτωχό κράτος όπως το δικό μας αποποιείται της κληρονομιάς που αφήνουν, νιώθω λίγο άσχημα. Κι όπως έλεγε ένας άλλος μεγάλος (τεράστιος), ο Μάνος Χατζιδάκις, “συνηθίσαμε στην ασχήμια“.
Άσχημο πράγμα η αμορφωσιά. Ειδικά όταν επιβάλλεται μέσω της αδιαφορίας, του “δώσε ημίν σήμερον” (στις μέρες μας έχει γίνει “δόση ημίν σήμερον), του “έλα μωρέ, με τί κάθεσαι κι ασχολιέσαι, έχεις κανένα σίγουρο για το στοίχημα“, γίνεται ακόμα πιο άσχημη.
Σε λίγες ώρες η αττική γη θα δεχθεί τον Παγκόσμιο. Ας είναι ελαφρά σκεπάζοντάς τον. Κι ας φροντίσουμε όλοι -με πρώτη την κόρη του, και συνάδελφό μας, Χριστίνα– να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη, την αξία, το έργο του. Γιατί ο άνθρωπος πεθαίνει όταν ξεχνιέται. Και σ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο, που κανείς δεν μαθαίνει την ιστορία του, μάθαμε να ξεχνάμε.
Μάθαμε να προβάλλουμε τον καινούριο καναπέ, το αμάξι ή το ακριβό μας κουστούμι κι όχι τις αξίες. Μάθαμε να υποκλινόμαστε στον κάθε παπάρα μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά μας, να μας φανεί χρήσιμος, και να προσπερνάμε ανθρώπους που έβαλαν την υπογραφή τους στην ιστορία. Με ανεξίτηλη μελάνη…