Από τις μέρες της δημοσιογραφικής αδράνειας, ήτοι το διάστημα που μεσολάβησε από την αποχώρησή μας από το προηγούμενο site έως τη δημιουργία του eBasket, πολλοί φίλοι με ρωτούσαν αν θα γράψω κάτι για τον Τρινκιέρι. Σχεδόν ψυχαναγκαστικά μου ζήτησαν να πάρω θέση για τον Ιταλό και γνώριζαν εκ προοιμίου ότι δεν θα τους χαλάσω το χατίρι.
Μπορεί να μοιάζει με “περσινά ξινά σταφύλια“, όμως θαρρώ ότι κάτι έχω να προσθέσω στα πολλά που έχουν γραφτεί. Όλοι όσοι με παρακολουθούν καιρό, γνωρίζουν ότι από την πρώτη στιγμή είχα ενστάσεις για την πρόσληψη του Ιταλού.
Δεν ήταν προσωπικό το θέμα. Θεωρώ ότι ο μπασκετικός ελληνισμός είναι προίκα, δεν είναι χρεόγραφο. Φαντάζομαι πως τώρα το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, έχοντας δει τη μετοχή του να κατρακυλά, μαζί με αυτή της “επίσημης αγαπημένης” μας.
Ο Τρινκιέρι δεν είναι κακός προπονητής. Δεν είναι τόσο κακός όσο έδειξε. Κι αυτό το παραδέχονται όλοι οι προπονητές με τους οποίους συζήτησα. Έλληνες προπονητές, που θα μπορούσαν να τον βλέπουν ανταγωνιστικά. Στη Σλοβενία απέτυχε παταγωδώς, αλλά είναι αλήθεια πως δεν είχε ελπίδες επιτυχίας.
Η Εθνική μπορούσε να πάρει άνετα το χρυσό, καθώς ήταν ένα Ευρωμπάσκετ απρόβλεπτο, χωρίς ομάδα – φόβητρο. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Ιταλός δεν είχε ελπίδες επιτυχίας. Αφενός γιατί πλαισιώθηκε από εξίσου άπειρους συνεργάτες, με συνέπεια να μην έχει κανείς την ικανότητα να διαχειριστεί καταστάσεις κρίσης. Εκεί που κρίνονται όλοι οι τεχνικοί (και όχι μόνο) στον πλανήτη.
Φάνηκε ότι θα αποτύχει πολύ πριν ξεκινήσει το Ευρωμπάσκετ. Πριν καν ξεκινήσει την προετοιμασία. Ήρθε και η πρώτη σκέψη ήταν να… πιει καφέ με τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Όχι Αντρέα, με τον Αργύρη Πεδουλάκη και τον Γιώργο Μπαρτζώκα έπρεπε να πιεις καφέ. Να μιλήσετε, να τους ζητήσεις τη συνδρομή τους, να σου πουν όσα εσύ δεν γνώριζες μέσα από τα αποδυτήρια των “αιωνίων“, του βασικού κορμού της Εθνικής δηλαδή.
Από την αρχή επιλέχθηκε ο δρόμος της επικοινωνίας και όχι της ορθής λειτουργίας. Προφανώς και δεν αποτύχαμε από τη λάθος επιλογή του παρτενέρ που θα πήγαιναν στο “Ζόναρς“, αλλά ήταν ενδεικτικό του τρόπου σκέψης που επιβλήθηκε στον Ιταλό κόουτς.
Είναι αυτονόητο πως η αποτυχία του Τρινκιέρι βαραίνει την ΕΟΚ που τον επέλεξε, τόσο όσο θα της πιστώνονταν η επιτυχία αν ο Ιταλός πήγαινε την ομάδα όπως ο αίφνης λατρεμένος (μέχρι πρότινος αποδιοπομπαίος τράγος) των αυλικών, Γιόνας Καζλάουσκας.
Όμως φταίει για όλα ο Τρινκιέρι; Φτάνει η παρουσία του, έστω και ατυχής, για να καλύψει τα προβλήματα που υπάρχουν στην Εθνική. Μήπως ήταν ο Ιταλός στον πάγκο όταν χάσαμε το έδαφος από τους Νιγηριανούς; Έχουμε καιρό να γευτούμε το γλυκό νέκταρ της επιτυχίας κι αυτό έχει εξήγηση.
Αν θεωρήσουμε πως το μοντέρνο μπάσκετ θέλει ψηλούς ωσάν αυτούς του Παναθηναϊκού (Λάσμε / Γκιστ), αφού κι ο Ολυμπιακός “ακολούθησε” παίρνοντας ευκίνητους, αλτικούς και γρήγορους σέντερ, πείτε μου 1-2 Έλληνες που να έχουν ανάλογη ικανότητα;
Με εξαίρεση τον Μάντζαρη, πόσοι Έλληνες πλέι μέικερ είναι ικανοί να πιέσουν με αποτελεσματικό τρόπο στην άμυνα, χωρίς να είναι μονοδιάστατο το παιχνίδι τους; Κι αλήθεια, ποια ομάδα στον πλανήτη χρησιμοποιεί τόσο “3άρια” και “3αρο-4άρια“, όσα εμείς;
Αν ψάξει κανείς πίσω από τις λέξεις του Σπανούλη, αν δει πιο ψύχραιμα το σύνολο, θα διαπιστώσει πως ενδεχόμενη επιτυχία θα προέκυπτε μόνο εξαιτίας της αδυναμίας των αντιπάλων.
Ποια είναι η λύση; Η ανάθεση της “επίσημης αγαπημένης” σ’ έναν Έλληνα προπονητή. Από αυτούς που όταν η αφεντιά μου έγραφε ότι είναι ώρα να δικαιωθεί η διαδρομή τους, κάποιοι τους φόρτωναν με διόλου κοσμητικά επίθετα και αναζητούσαν αν η γραβάτα ταιριάζει με τις κάλτσες τους. Αυτοί οι ίδιοι που τώρα τους εξυμνούν… Γνωστή ιστορία.
Η Εθνική χρειάζεται ανανέωση. Κι όσο κι αν στεναχωρήσω κάποιους, όσο κι αν αδικήσω την τεράστια προσπάθεια του Βασίλη, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα μικραίνει όταν μετατρέπεται στην ομάδα του Σπανούλη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς να του χρεώσει την αποτυχία. Άλλωστε, αγωνιστικά ήταν εξαιρετικός και η προσπάθειά του να παίξει σε βάρος της υγείας του (δεν το κάνει πρώτη φορά) συγκλονιστική.
Μακριά από εμένα οπαδικού τύπου αναλύσεις, αλλά από την Εθνική των αλτρουιστών Διαμαντίδη – Παπαλουκά, οι οποίοι έκαναν ευτυχισμένους τους συμπαίκτες τους, περάσαμε στην Εθνική του χαρισματικού, πλην όμως “θέλω την μπάλα στα χέρια” Σπανούλη.
Φυσικά και όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι ίδια, αλλά η ομάδα χρειάζεται νέους ηγέτες, προσαρμοσμένους στη νέα εποχή. Χρειάζεται καλύτερα αποδυτήρια, περισσότερο πάθος, μάτι να γυαλίζει. Δεν είναι τυχαίο πως όποιος μας… δέρνει, μας κερδίζει.
Εν προκειμένω: Πρέπει να αλλάξουν περισσότερα πράγματα από τη φιγούρα στην άκρη του πάγκου. Να αναζητήσουμε τις ρίζες της ομάδας που μας έκανε περήφανους. Να βάλουμε παιδιά με όρεξη και “πείνα”. Να ξαναγίνουμε ΟΜΑΔΑ.