Η Ελένη Καπογιάννη, έχοντας χτίσει μεθοδικά και με υπομονή σπουδαία καριέρα ως προπονήτρια, ανέλαβε πέρυσι τα ηνία της ομάδας του Παναθηναϊκού. Κλήθηκε να δώσει πνοή και όραμα σε μια ομάδα, που έχει συνηθίσει να πρωταγωνιστεί, αλλά που πέρασε κι από σαράντα κύματα. Δεν δίστασε, η μεγαλύτερη απάντηση ήδη δόθηκε στο παρκέ, με την αλλαγή της εικόνας της ομάδας προς το καλύτερο. Απέκτησε «ταυτότητα», αγωνιστικό πρόσωπο, αλλά η δουλειά έμεινε στη… μέση.
Υποχρεώθηκε να διαχειριστεί τη διακοπή λόγω κορωνοϊού, αλλά κυρίως την αποχώρηση του Δημήτρη Γιαννακόπουλου και τις αναταράξεις που προκάλεσε σε ολόκληρο τον οργανισμό. Μαθημένη στα δύσκολα, είναι έτοιμη να ξεκινήσει την προετοιμασία, έχοντας δημιουργήσει μια ομάδα, η οποία μόνο εύκολος αντίπαλος δεν θα είναι, όπως κι η ίδια υποστηρίζει.
Η αλήθεια είναι -για εκείνους που γνωρίζουν χρόνια την «Κάπο»- πως δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Έχει μαχητικό χαρακτήρα, είναι μια γυναίκα που γαλουχήθηκε στον αθλητισμό και δη στο μπάσκετ, εποχές που δεν είχαν αίγλη, είχαν όμως ουσία. Αυτή την ουσία, βγάζει και η Ελένη Καπογιάννη, τόσο στα λόγια, όσο και στα έργα της.
– Οι αλλαγές στη διοίκηση του Ερασιτέχνη και το διάστημα που μεσολάβησε, έως ότου ολοκληρωθούν, πώς επέδρασσαν εσένα και τις σκέψεις σου για την ομάδα;
«Το ότι υπήρχε χάος κι αβεβαιότητά στο τι μέλι γενέσθαι, ήταν αναμενόμενο πως θα έφερνε πανικό για την επόμενη ημέρα, σε προσωπικό και μετά ομαδικό επίπεδο. Ήταν ένα δύσκολο διάστημα, στο οποίο… μετρώντας τα πράγματα αποφάσισα να κάνω υπομονή. Προσπάθησα να ενθαρρύνω αθλήτριες, που ανήκαν στην ομάδα, να τους κρατήσω το ηθικό ακμαίο και να είναι… ζεστές. Εκ του αποτελέσματος δικαιώθηκε η υπομονή μας».
– Πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό σου το ενδεχόμενο να μην παραμείνεις στον πάγκο του Παναθηναϊκού; Τι ήταν αυτό που σε έκανε να θέλεις να συνεχίσεις;
«Η δική μου θέληση, σκέψη, διάθεση ήταν να μείνω. Ο μόνος λόγος να φύγω θα ήταν να υπήρχαν μόνο… αποκαΐδια. Τότε, σιωπηρά θα επέλεγα να φύγω. Ήθελα, όμως, να συνεχίσω αυτό που ξεκίνησα πέρυσι και δεν ολοκληρώθηκε λόγω κορωνοϊού, άλλωστε η συμφωνία μας εξ αρχής ήταν για δυο χρόνια».
– Προφανώς κι έχεις θέσει στόχους για τη νέα χρονιά; Ποιος είναι ο στόχος της ομάδας;
«Για την ομάδα, να είναι πιο ανταγωνιστική και να έχει συνέπεια στη συνέχεια. Καλώς εχόντων των πραγμάτων κι από τη στιγμή που θα είμαστε υγιείς θα είμαστε στον δρόμο να το κάνουμε πραγματικότητα. Μένει να το αποδείξουμε στο γήπεδο».
– Ποιος είναι ο δικός σου στόχος;
«Ο δικός μου στόχος είναι καθημερινά να γίνομαι καλύτερη. Αν μπορώ να βελτιώνομαι θα είναι καλό και για μένα, και για την ομάδα. Μαθαίνω από τις παίκτριες μου, από το περιβάλλον, από τον κόσμο. Να σημειώσουμε εδώ πως οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού είναι γνώστες, ξέρουν μπάσκετ».
– Όλο αυτό το διάστημα, που θεωρητικά δεν είχε δουλειά στον πάγκο, πόσα διαφορετικά πράγματα έχεις κάνει;
«Θα ξεκινήσω λέγοντας κάτι γενικό: Κάθε άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλεύεται τις συγκυρίες. Όλο αυτό το διάστημα, που δεν είχε… πάγκο, φρόντισα να δω τις ιδέες που θα μπορούσα να υλοποιήσω και με ποιον τρόπο θα το έκανα αυτό, πάντα έτσι κινούμαι. Να χτίσω κομμάτια της φιλοσοφίας μου, γιατί το μπάσκετ προχωρά. Είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο, θέλει να κόψεις από εδώ, να ράψεις από εκεί. Να είμαστε έτοιμοι όταν θα μας δινόταν η ευκαιρία να χτίσουμε την ομάδα μας».
– Είσαι ικανοποιημένη από το σύνολο, που θα έχεις στα χέρια σου;
«Πρέπει να δώσω τα εύσημα στη νέα διοίκηση, της οποίας οι άνθρωποι προσπάθησαν να δημιουργήσουν συνθήκες, για να χτίσουμε αυτή την ομάδα. Το εκτιμώ απεριόριστα, γιατί σε γενικές γραμμές το αποτέλεσμα, αν όχι τέλειο είναι πάρα πολύ καλό, δεδομένων των συνθηκών».
– Τι χαρακτήρα θα έχει ο φετινός Παναθηναϊκός;
«Μπορεί να ακουστεί σαν λογοπαίγνιο: Θα έχει… μαχητική ψυχή, όσοι παίζουν κόντρα στην ομάδα μας, δεν θα έχουν εύκολο απόγευμα, θα φτύσουν αίμα για να μας νικήσουν. Στο τέλος, όμως, θα κάνουμε ταμείο».
– Είσαι περισσότερο της άμυνας, ή της επίθεσης;
«Πιο παλιά θα έλεγα της άμυνας, αλλά επειδή το άθλημα εξελίσσεται τα χρειάζεσαι και τα δύο. Είναι πρόκληση να σταματήσεις έναν καλό αντίπαλο. Δεν είμαι της άποψης ότι θα βάλω περισσότερα στην επίθεση, άρα πόσα θα δεχθώ στην άμυνα. Θέλω να τα έχω και τα δύο σε ισορροπία».
– Με ποιον τρόπο θεωρείς πώς λειτουργούν τα σωματεία, από τις υποδομές έως τις πρώτες ομάδες;
«Με τον λάθος τρόπο. Γι’ αυτό στην Ελλάδα έχουμε μπερδευτεί τόσο, που θεωρούμε πως όταν ένα παιδάκι σε ηλικία κορασίδας πάρει τίτλο με την ομάδα της, έκανε κάτι σπουδαίο. Έχουμε χάσει τον στόχο, που είναι να μάθουν τα παιδιά τον σωστό τρόπο σκέψης και να μπορούν μετά ως νεάνιδες να πλαισιώνουν τις ομάδες της Α1, κι όχι να ψάχνουν ομάδα στην Α2.
– Τι συνηγορεί σε αυτό;
«Η νοοτροπία κι από την οικογένεια, αλλά κι εμείς ως προπονητές. Πώς δουλεύουμε ως παιδαγωγοί, τί βαρύτητα δίνουν τα σωματεία. Πανηγυρίζουν επειδή πήραν ένα Πανελλήνιο, ή το πρωτάθλημα της ΕΣΚΑ, και μετά τι; Είμαι αντίθετη σε αυτή τη φιλοσοφία».
– Είναι εύκολο να αλλάξει αυτό;
«Όχι, αλλά μπορεί να αλλάξει. Αρκεί να υπάρχει η διάθεση. Πρέπει κάποιοι να δείξουν τον δρόμο».
– Πόσο έχει αλλάξει η λειτουργία των συλλόγων, από τότε που ξεκίνησες εσύ, έως σήμερα;
«Σε επίπεδο παραγόντων, επειδή υπήρχε περισσότερος ρομαντισμός, οι άνθρωποι εμβάθυναν περισσότερο. Τώρα επειδή ζούμε σε καιρούς ταχύτητας και του ευκαιριακού, δεν προλαβαίνουν να εμβαθύνουν, δεν έχουν υπομονή. Η εύκολη λύση είναι στο πιάτο, δεν έχουμε επιμονή να κατακτήσουμε έναν στόχο, δεν έχουμε διάθεση να κουραστούμε, θέλουμε να μας τα δώσουν όλα έτοιμα. Όλα αυτά από μόνα τους, συνθέτουν τεράστια διαφορά.
Οι παλιοί έλεγαν… «Εμείς, όταν χάλαγε κάτι, το φτιάχναμε, δεν το πετάγαμε». Τι σημαίνει αυτό; Πώς δουλεύαμε για να βελτιωθούμε κι όχι να φύγουμε να πάμε κάπου, όπου (για παράδειγμα) ο προπονητής δεν θα είναι τόσο σκληρός».
– Ποιο θεωρείς πως είναι το πιο θετικό στοιχείο των νέων παιδιών και ποιο το πιο αρνητικό;
«Το πιο θετικό είναι πως είναι πολύ πιο έξυπνα, το πιο αρνητικό πως δεν έχουν μάθει να παλεύουν. Αλλά κάποιος πρέπει να τους το μάθει αυτό. Εμείς οι προπονητές είμαστε παιδαγωγοί κι έπρεπε να λειτουργούμε διαφορετικά, κι από τους γονείς, κι από τους δασκάλους. Γιατί αν δεν πιέσεις ένα παιδάκι να παλέψει, δεν θα μάθει να αγγίζει και να ξεπερνά τα όρια του. Πρέπει να δείξει αν κάνει για αθλητισμό, ή ακόμα καλύτερα για πρωταθλητισμό. Πρέπει να ζοριστεί από νωρίς – σε λογικό πλαίσιο και με παιδαγωγικούς κανόνες».
– Ποια είναι τα πρώτα πράγματα που πρέπει να τα μάθει ένας προπονητής;
«Κατ’ αρχήν πρέπει να… εκπέμπουμε στο μήκος κύματος των παιδιών, για να μας καταλάβουν, να μιλήσουμε τη γλώσσα τους. Τα παιδιά δεν θέλουν πολλά λόγια, είναι περισσότερο βιωματική αυτή η διαδικασία. Θα μάθουν μέσα από την προπόνηση και το παιχνίδι. Κάθε τι που γίνεται στο γήπεδο, πρέπει να βρίσκουμε αφορμή να το κάνουμε εικόνα.
Επίσης δεν πρέπει -στα μάτια των παιδιών- οι προπονητές να φαντάζουν ως τα… κακά τέρατα. Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, πρέπει να νιώθουν οικεία μαζί μας και ταυτόχρονα να τους μάθουμε τα όρια. Να τους δώσουμε αρχές και να είμαστε αυστηροί στην εφαρμογή τους».
– Ένας άνθρωπος σαν εσένα, που έχει ζήσει σχεδόν όλη του τη ζωή στο γήπεδο, πώς θα περιέγραφε το ελληνικό γυναικείο μπάσκετ. Τι σε έχει απογοητεύσει, τι είναι αυτό που σε κρατά στον χώρο;
«Με κρατά η αγάπη μου για το άθλημα. Με έχει απογοητεύσει το γεγονός πως, ενώ υπάρχουν δυνατότητες, όχι μόνο η Πολιτεία, αλλά οι ίδιες οι αθλήτριες αδικούν τους εαυτούς τους. Γιατί δεν έχουν μάθει να προσπαθούν, για να φτάσουν ψηλά. Αφήνουν να τις προσβάλει ο άλλος και δέχονται πράγματα που δεν θα έπρεπε. Μετά θα ρίξουμε τις ευθύνες στην Ομοσπονδία και σε άλλους φορείς. Εμείς όμως τι κάνουμε γι’ αυτό; Όταν αντιμετωπίζεις μια κατάσταση με σοβαρότητα, δεν αφήνεις τον απέναντι να στη διαλύσει, να εισχωρήσει.
Δεν σου κρύβω ότι κι αυτό με κρατάει στον χώρο, να προσπαθήσω να το αλλάξω λίγο».
– Τι είναι μεγαλύτερη πρόκληση για σένα, να κατακτάς τίτλους, ή να δημιουργείς αθλήτριες;
«Κατηγορηματικά το δεύτερο, να δημιουργήσω αθλήτριες. Ξέρεις τι είναι να σου λένε κόουτς είσαι και μέντορας ταυτόχρονα; Αυτό δεν ανταλλάσσεται με κανέναν τίτλο! Φυσικά κι έχω φιλοδοξία, θέλω να κερδίσω, θέλω τίτλους, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός.
Ύστερα από χρόνια αν έχω στο ράφι μου κάποια τρόπαια και δέκα αθλήτριες που μπορεί να τις επηρέασα κάπου, το δεύτερο θα βαραίνει περισσότερο, η… κούπα θα είναι μια ευχάριστη ανάμνηση, από την ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, το άλλο όμως σε γεμίζει περισσότερο. Άλλωστε, καθώς μεγαλώνουμε, πρέπει να μετριάζουμε λίγο τη ματαιοδοξία μας. Άλλα, είναι αυτά που έχουν αξία».
– Έχεις σκεφτεί κάποια στιγμή στο μέλλον να ασχοληθείς με το διοικητικό κομμάτι του αθλήματος;
«Δεν το έχω σκεφτεί, αλλά αν το σκεφτώ, θα ασχοληθώ, γιατί θα ξέρω ότι θα είμαι καλή σε αυτό που θα κάνω. Έχω δουλέψει σε μεγάλες διοργανώσεις (Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμιο Βετεράνων κ.α.) και γνωρίζω το μπάσκετ. Έχω πράγματα να δώσω και θεωρώ πως θα τα κάνω καλά. Δεν το αποκλείω αλλά δεν το έχω σκεφτεί ακόμα».