Είναι πολλοί συνάδελφοι -περισσότεροι απ’ όσους φανταζόμουν- που δημοσίευσαν προσωπικές ιστορίες (στιγμές) με τον Παύλο Γιαννακόπουλο. Αν και δύσπιστος (φταίει η επερχόμενη κλιμακτήριος) θα δεχθώ ότι το κάνουν για να αναδείξουν την αμεσότητα στην επαφή και τη σεμνότητα του εκλιπόντος κι όχι για να δείξουν ότι μιλούσαν μαζί του, ότι είχαν… απευθείας επαφή. Επειδή θέλω να αποφύγω να δημιουργήσω την απορία στον μέσο επισκέπτη, αν γράφω για τον Παύλο, ή για μένα, τις όποιες προσωπικές εμπειρίες θα της κρατήσω για μένα.
Πάμε παρακάτω. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις περισσότερα από αυτά που βλέπεις. Χθες, στο «Νίκος Γκάλης» ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πρωτόγνωρο. Ένιωθα πως το γήπεδο ήταν άδειο, παρότι υπήρχαν πάνω από 10.000 άνθρωποι. Η απουσία των πανό, των σημαιών, των… χρωμάτων, η έλλειψη μουσικής και τσιρλίντερς (των αρχηγών της χαράς), οι διαγωνισμοί που δεν έγιναν, όλα αυτά έκαναν τον αγώνα να μοιάζει… μονότονος.
Από την άλλη η παρουσία της απουσίας του ανθρώπου που οραματίστηκε έναν σύλλογο, ο οποίος θα έφτανε στην κορυφή της Ευρώπης, γέμιζε τον χώρο. Ίσως περισσότερο απ’ ότι τον γέμιζε ο Παύλος Γιαννακόπουλος όταν ήταν «παρών». Οξύμωρο…
Τι είναι αυτό που έκανε τον Παύλο αγαπητό σε «εχθρούς» και φίλους; Ήταν η αγάπη για τον Παναθηναϊκό, το πάθος που έβλεπες στο βλέμμα του, η ικανότητα να κάνει το αδύνατο να μοιάζει δυνατό (λέγε με Ντομινίκ Ουίλκινς), η ευπρέπεια, η άνεση να μιλά με τον καθένα; Όλα μαζί, μάλλον. Βέβαιο είναι ότι ο Παύλος Γιαννακόπουλος ήταν ΗΓΕΤΗΣ.
Ενέπνευσε κι εμπνεύστηκε από το έργο του. Ίσως κι ο ίδιος να μην αντιλαμβάνονταν κάθε στιγμή ότι έγραφε ιστορία, αλλά έτσι συμβαίνει με όλους όσους περνούν στην «αθανασία». Δημιούργησε κάτι τεράστιο και παρέσυρε (ταυτόχρονα παρασύρθηκε) τον «αιώνιο» αντίπαλο. Η μεταξύ τους κόντρα, έκανε το μπάσκετ εθνικό μας σπορ.
Αν το μπάσκετ έφτασε ως εδώ, χρωστά πολλά (από το 1990 και μετά) στους δύο «αιώνιους». Είναι ευχή και κατάρα ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, γιατί ακόμα και σκάκι να παίξουν θα συμπαρασύρουν ορδές οπαδών (ανάμεσά τους και βάρβαρους, και άσχετους με το σπορ). Δίχως αυτούς, όμως, η αξία της μετοχής του αθλήματος πέφτει υπερβολικά, εξ ου κι ο ορισμός της ευχής και της κατάρας.
Ο ανταγωνισμός «κόκκινων» και «πράσινων», οδήγησε όχι σε έξι, αλλά σε εννέα ευρωπαϊκά, οδήγησε σε εθνικές επιτυχίες, σε επιτυχίες άλλων ομάδων (ΑΕΚ, Μαρούσι, Μακεδονικός, κτλ.), οδήγησε προπονητές και παίκτες στο εξωτερικό, στο ΝΒΑ. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε περιπτώσεις όπως αυτή του Δημήτρη Ιτούδη, που ανδρώθηκε προπονητικά στον Παναθηναϊκό…
«Αν δεν υπήρχαμε εμείς, πώς θα υπήρχανε οι άλλοι», που τραγούδησε κι ο Κώστας Χατζής. Ως εκ τούτου, η προσφορά του στον ελληνικό αθλητισμό ήταν πολυεπίπεδη. Η κληρονομιά του είναι τεράστια, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Ο Παναθηναϊκός είναι ζωντανός οργανισμός, βαθιά ριζωμένος στην αθλητική συνείδηση του τόπου κι ο εκλιπών έχει τεράστια συνεισφορά σε αυτό.
Μπορείς να δώσεις χρήματα σε κάποιον (για επιχειρηματίες του επιπέδου του Παύλου ήταν εύκολο), μπορείς να διοργανώσεις φιέστες, μπορείς να χαλάσεις τα χρήματα που έχεις για να κάνεις όποια τρέλα θέλεις. Όταν τα ξοδεύεις για να γεμίσεις περηφάνια απλούς φιλάθλους και κλαις μαζί τους, τότε ζεις μέσα από το όραμα και το έργο σου για πάντα.