Σενάρια για τις εκλογές έχουν γραφτεί πολλά. Εκείνο όμως που παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο είναι η στρατηγική που θα χαραχθεί ώστε να δοθεί μέσα σε αυτήν η κορυφαία μάχη του Κ. Μητσοτάκη για την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Ετσι, στο επιτελείο του πρωθυπουργού έχουν αρχίσει να εξετάζουν τις επερχόμενες εκλογές σε δυο πεδία:
α) την εκλογική αριθμητική με τα ποσοστά και τα αθροίσματα κομμάτων εντός και εκτός Βουλής και
β) το κεντρικό δίλημμα των εκλογών με κλιμακωτή δράση στην πορεία από τις πρώτες έως τις δεύτερες εκλογές ώστε να υπάρξει ισχυρότατη συσπείρωση.
Οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί ακόμα αλλά αυτό σχετίζεται με την πορεία του καλοκαιριού και θεωρείται σήμερα βέβαιο ότι εφόσον το καλοκαίρι είναι ήσυχο απ όλες τις απόψεις και αποδοτικό, όπως φαίνεται , για την οικονομία τότε θα ακουστεί ο κρότος της εκκίνησης.
Σε ό,τι αφορά στους αριθμούς, ο στόχος είναι ένας και υψηλός: Να φτάσει η ΝΔ στο ποσοστό της αυτοδυναμίας που θα περιλαμβάνει όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό εδρών από την απόλυτη πλειοψηφία του 151. Αυτή την στιγμή, όλες οι μετρήσεις δείχνουν εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και τον στόχο της οριακής αυτοδυναμίας, ωστόσο όλοι όσοι ασχολούνται με τις εκλογές στην Ελλάδα συμφωνούν ότι με την προκήρυξή τους είναι αυτονόητη και η συσπείρωση προς τους βασικούς κομματικούς σχηματισμούς.
Το μεγάλο στοίχημα
Κι ενώ όλοι ασχολούνται δημοσίως σήμερα με αυτό το αποτέλεσμα, δηλαδή της δεύτερης κάλπης με την ενισχυμένη αναλογική και το κλιμακωτό μπόνους εδρών, στη ΝΔ έχουν στρέψει από την αρχή την προσοχή τους στην πρώτη κάλπη, αυτή της απλής αναλογικής. Κι αυτό διότι το ποσοστό που θα καταγράψει εκεί η ΝΔ δεν θα είναι πια απλώς μια δημοσκόπηση, αλλά αποτέλεσμα κάλπης οπότε αυτό θα είναι ο κορυφαίος παράγοντας για να δει κανείς ποια είναι η απόσταση που θα πρέπει να καλύψει για να φτάσει 20 μέρες μετά στην αυτοδυναμία.
Κοντολογίς, εάν η ΝΔ χρειάζεται στις δεύτερες εκλογές ένα ποσοστό άνω του 37,5 με 38% για να επιτύχει τον στόχο της , το ποσοστό που θα πρέπει να έχει επιτύχει ως ελάχιστο στις εκλογές με την απλή αναλογική δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο του 36%. Και μάλιστα με τον ΣΥΡΙΖΑ να μην βρίσκεται κοντά στη ΝΔ αλλά να υπάρχει μία σαφέστατη καθαρή και αδιαμφισβήτητη υπεροχή άνω των 7 – 8 ποσοστιαίων μονάδων.
Το αποτέλεσμα αυτό θέλει πολύ δουλειά για να επιτευχθεί διότι πρώτα απ όλα θα πρέπει να εξαλειφθεί ο κίνδυνος της “χαλαρής κάλπης” στις πρώτες εκλογές με μία αδύναμη εκλογική συμπεριφορά αφού οι ψηφοφόροι γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα κληθούν να ψηφίσουν εκ νέου μετά από τρεις εβδομάδες. Έτσι, θα πρέπει εκτός των άλλων για παράδειγμα να κρατηθούν εντός δεξαμενής ΝΔ ακόμα και εκείνο το ποσοστό των δυνητικά ψηφοφόρων της που για οποιοδήποτε λόγο έχουν πικρία και θα ήθελαν να διαμαρτυρηθούν ψηφίζοντας ή περισσότερο απέχοντας από την πρώτη κάλπη έχοντας ως δεδομένο οτι θα πράξουν το αυτονόητο στις επόμενες εκλογές.
Για τους λόγους αυτούς το δίλημμα αλλά ολόκληρη η στρατηγική της ΝΔ θα είναι να δοθεί η κορυφαία , διπλή εκλογική μάχη από την πρώτη κιόλας μέρα της προκήρυξης των εκλογών με μεγάλη ένταση.
Οι αριθμοί και ο παράγοντας “ΜεΡΑ25”
Μια εξίσωση που θα κρίνει πολλά είναι και το αποτέλεσμα του κόμματος Μερα25 του Γιάννη Βαρουφάκη. Καθαρα αριθμητικά, εάν δεν καταφέρει να μπει στη Βουλή φτάνοντας και κοντά στο 3% το άθροισμά του θα προστεθεί στα εκτός Βουλής κόμματα , τα οποία θα πρέπει να φτάνουν και να ξεπερνούν το 10% για να είναι πιό εφικτός ο στόχος της αυτοδυναμίας.
Στις εκλογές του 2019 το ΜεΡΑ25 έπιασε το 3,44% με μόλις 199.576 ψηφοφόρους. Με βάση τις σημερινές δημοσκοπήσεις αλλά και την αναμενόμενη απο τους εκλογολόγους συσπείρωση των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ το ΜέΡΑ25 θα δεχθεί ισχυρή πίεση κάτι που σημαίνει οτι μία απώλεια ελάχιστων χιλιάδων ψήφων θα τον θέσει εκτός Βουλής, δίνοντας υπό προυποθέσεις βέβαια την δυνατότητα εφόσον η ΝΔ αγγίξει τα επιθυμητά ποσοστά αυτοδυναμίας να συγκεντρώσει αριθμό εδρών πάνω από το 151 που είναι το όριο της απόλυτης πλειοψηφίας αλλά σίγουρα ένα αποτέλεσμα που κινείται σε διαφορετικό πλαίσιο σταθερότητας όπως έχει δείξει και το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις.
Ως προς το πρώτο, την συμμετοχή, περιθώρια υπάρχουν πολλά. Η συμμετοχή στις εκλογές του 2019 ήταν αρκετά χαμηλή, μόλις στο 57,78% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων παρόλο που το ενδιαφέρον μετά από την επταετή μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν υψηλό, όπως κάθε φορά που διαφαίνεται μία πολιτική αλλαγή στη χώρα.
Ωστόσο αυτή τη φορά στόχος είναι η προσέλκυση περισσότερων ψηφοφόρων ασφαλώς από την δεξαμενή εκείνων που απείχαν και που εκτιμάται ότι μία σωστή προεκλογική στρατηγική με τα σωστά διλήμματα μπορεί να τους οδηγήσει ξανά στην κάλπη. Και γίνεται χρήση του “ξανά” διότι οι αναλυτές εκλογικής συμπεριφοράς έχουν καταγράψει ότι επρόκειτο για ψηφοφόρους που συμμετείχαν σε προηγούμενες αναμετρήσεις. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 2015, η συμμετοχή κινήθηκε και πάλι χαμηλά στο 56,16% αλλά πιο πίσω στα σκληρά μνημονιακά χρόνια με την χώρα σε σοβαρή κρίση τα ποσοστά συμμετοχής ήταν 65% τον Μάιο του 2012 και 62% τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη κατάφερε μετά από 10 ολόκληρα χρόνια να επαναφέρει τον απόλυτο αριθμό των ψηφοφόρων της ΝΔ σε επίπεδα άνω των 2 εκατομμυρίων, ήτοι 2.251.618 ψήφοι με τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή το 2009 να έχει συγκεντρώσει 2.295,719 ψήφους , με ήττα τότε αλλά χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ τότε στην εξίσωση ο οποίος είχε καταγράψει 4,6%. Τούτων δοθέντων υπάρχει περιθώριο να αντλήσει η ΝΔ ψηφοφόρους από μία ανενεργή δεξαμενή ώστε να αντισταθμίσει όσο το δυνατό την αναμενόμενη φθορά που θα έχει στην κάλπη ως κόμμα που ήδη κυβερνά και μάλιστα μέσα σε κρίσεις όπως ο covid-19 και τώρα ο πόλεμος.
Για όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα που αναλύονται αυτές τις μέρες , στο “αναγνωστάριο” της μελέτης έχει μπει και το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών ως προς την στρατηγική που ακολούθησε ο Μακρόν με τα γνωστά αποτελέσματα δεδομένου ότι ένα συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα αλλά και εκλογική συμπεριφορά διαπνέει ολόκληρη την Ευρώπη ανεξάρτητα από τα τοπικά χαρακτηριστικά της κάθε χώρας.