«Συνεργαζόμασταν τα τελευταία 3 χρόνια με την 43χρονη. Όταν ερχόταν εκεί ο δράστης, δεν συνέβαινε κάτι. Η ίδια μου είχε πει το Σάββατο ότι δεν είναι καλά, ότι ήθελε να χωρίσει. Θεωρώ υπήρχε κτητικότατα, ζήλια. Της είχα πει ότι κανένα πρόβλημα εάν χωρίσεις απλά να υπάρχει συνεννόηση με τα παιδιά», ανέφερε αρχικά η υπάλληλος.
«Το Σάββατο έγινε η κουβέντα με την εκλιπούσα, την Πέμπτη με κάλεσε πολύ ευδιάθετη το μεσημέρι, μιλήσαμε για την δουλειά και κλείσαμε το τηλέφωνο. Στις 18.00 ώρα με πήρε ο άντρας της και μου ζήτησε, την ίδια μέρα, τα δεύτερα κλειδιά του φαρμακείου. Έκτοτε πήγε, έκλεισε τα στόρια και δεν ξανάνοιξε», δήλωσε αναφορικά με την ημέρα της δολοφονίας της 43χρονης.
«Στο τηλέφωνο που με κάλεσε ο 55χρονος, ήταν αναστατωμένος αλλά ήταν πάντα έτσι. Μου έστειλε ένα μήνυμα από το κινητό της ότι “είμαστε καλά μην ανησυχείς” για να μην κινητοποιηθώ.
Μετά κάλεσε ο πατέρας της κοπέλας στο απέναντι μαγαζί ότι δεν έβρισκε την κόρη του και έτσι πήραμε την αστυνομία», συμπλήρωσε η ίδια.
«Θα προτιμούσα να την αφήσει ήσυχη και να αυτοκτονήσει αυτός εάν ήθελε πρώτα. Υπάρχει ατιμωρησία και γίνονται όλα αυτά», κατέληξε η κ. Αφεντούλη.