Ο Κώστας Βασιλειάδης, που έχει αγωνιστεί εκτός από Ελλάδα, σε Ισπανία, Ιταλία, Τουρκία και Κατάρ, «φιλοξενήθηκε» στο ΕΟΚ Web Radio και μίλησε για την πλούσια καριέρα του.
Αναλυτικά είπε:
Για τις προπονήσεις που κάνει με τα νέα παιδιά: «Έχω ξεκινήσει εδώ και κάποιους μήνες να κάνω ατομικές προπονήσεις στο σουτ σε κάποια μικρά παιδιά της Μούρθια, κάποια παιδιά με ταλέντο που έχουν μείνει πίσω στο σουτ. Τα πράγματα πάνε πάρα πολύ καλά και αυτήν τη στιγμή έχω σχεδόν 20 παίκτες απ’ όλη την Ισπανία, μέσα σε αυτούς και η Λάουρα Χιλ, επί χρόνια στην Εθνική Ισπανίας με πολλά μετάλλια. Έμαθε ότι κάνω ατομικές προπονήσεις στο σουτ και με πήρε τηλέφωνο για να τη βοηθήσω σε αυτό».
Για τη δήλωσή του ότι θα αποσυρθεί του χρόνου απ’ την ενεργό δράση για την προπονητική: «Το είχα αρκετό διάστημα στο μυαλό μου. Μου άρεσε σαν σκέψη, αλλά όταν είσαι νεότερος το αφήνεις λίγο στην άκρη για να συγκεντρωθείς στο αγωνιστικό κομμάτι. Όσο περνούν τα χρόνια το βάζεις περισσότερο στο μυαλό σου, σκεπτόμενος τι θες να κάνεις μετά το μπάσκετ. Δεν ήθελα να σκεφτώ τον εαυτό μου εκτός μπάσκετ και απ’ τη στιγμή που είμαι 12 χρόνια στην Ισπανία με πολλούς φίλους και ξέροντας ότι μπορώ ν’ ακολουθήσω το επάγγελμα του προπονητή, αρχίζω φέτος να μπαίνω στη διαδικασία του να κάνω προπονήσεις με τη 2η ομάδα, σε κάποια παιδιά ατομικές προπονήσεις και φέτος το καλοκαίρι με αρκετά παιδιά απ’ όλη την Ισπανία. Αν όλα πάνε καλά θα έχω το προπονητικό δίπλωμα 1ης κατηγορίας και θα μπορέσω να πάρω μια θέση προπονητή».
Για το πώς βρέθηκε στην Ισπανία: «Τότε ήταν η χρονιά που έκανα πάρα πολλά ταξίδια. Είχα πάει στο Τρεβίζο για το τουρνουά που γινόταν εκεί κάθε χρόνο, μετά στην Αμερική για τα pre-draft σε Ντένβερ και Σακραμέντο. Γυρίζοντας από ‘κει, είχα ένα τηλεφώνημα απ’ τον μάνατζέρ μου και με ενημέρωσε ότι υπήρχε ενδιαφέρον από ισπανικές ομάδες. Μετά απ’ το Παγκόσμιο στην Αργεντινή, που είχα κάνει ένα πάρα πολύ καλό τουρνουά τότε, με ενημέρωσε ότι ενδιαφερόντουσαν η Μάλαγα και η Τάου Κεράμικα (σ.σ. νυν Μπασκόνια). Και οι δύο προτάσεις ήταν ολόιδιες. Έκλεισα τα μάτια μου, μου έβαλε τα χαρτιά των προτάσεων μπροστά και με κλειστά μάτια επέλεξα στην τύχη τη Μάλαγα. Δεν ήξερα ούτε που ήταν η Μάλαγα, ούτε η Βιτόρια!».
Για το Final-4 της Ευρωλίγκα στην Αθήνας (2007) με τη Μάλαγα: «Για εμάς ήταν ένα επίτευγμα, γιατί αυτή η ομάδα είχε ξεκινήσει παίρνοντας το Κύπελλο Κόρατς, το Κύπελλο Ισπανίας, μετά το πρωτάθλημα Ισπανίας και ύστερα έφτασε στο Final-4 της Ευρωλίγκα. Είχε μια τετραετία απίστευτη και τους φάνηκε ότι έχει «κλείσει» ένας κύκλος αυτής της ομάδας πάρα πολύ επιτυχημένα. Όντως ήταν επιτυχία, καθώς το να πάει η Μάλαγα στο Final-4 της Ευρωλίγκα με τόσο μεγάλες ομάδες τότε και απίστευτα ρόστερ ήταν κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Ήρθε και 2-2.5 χιλιάδες κόσμος στο γήπεδο, αλλά λόγω των πρασίνων δε φαινόντουσαν, γιατί ήταν 20 χιλιάδες κόσμος του Παναθηναϊκού, ο οποίος μας χειροκροτούσε στον ημιτελικό που παίζαμε με την Τάου».
Για την ομάδα της Μπιλμπάο: «Κάναμε ένα γκρουπ όπου ο καθένας ξεχωριστά ήταν ένα όνομα από κάποιες μεριές του κόσμου και φυσικά της Ισπανίας, με τη δική τους προσωπικότητα, αλλά όλοι έβαλαν τον εαυτό τους κάτω απ’ την ομάδα».
Για τα play-offs της Μπιλμπάο με την ΤΣΣΚΑ το 2012: «Η ΤΣΣΚΑ είχε κερδίσει τα 2 ματς στη Μόσχα και ήταν σίγουρη ότι θα κερδίσουν και το 3ο στο Μπιλμπάο. Μάλιστα, το αεροπλάνο τους ήταν έτοιμο να φύγει από πριν το ματς. Είχαν αδειάσει και το ξενοδοχείο, είχαν κάνει και check-out και ήρθαν στο γήπεδο με τις βαλίτσες. Μετά τα 2 ματς που χάσαμε στη Μόσχα, κάναμε ταξίδι κατευθείαν για το πρωτάθλημα με τη Σεβίλλη χωρίς προπόνηση, εντελώς κουρασμένοι και κερδίσαμε τελικά στην παράταση. Μετά από 2 μέρες παίζαμε με την ΤΣΣΚΑ, κάναμε 2 προπονήσεις τυπικές απλά να ετοιμαστούμε για το παιχνίδι. Αυτό το σκηνικό και ο ντόρος με την ΤΣΣΚΑ και τις βαλίτσες, μάς έδωσε δύναμη και μπήκαμε «τρώγαμε σίδερα» στον αγώνα».
Για τα 10/18 τρίποντα που πέτυχε με τη φανέλα της Ομπραντόιρο: «Εκείνο το παιχνίδι (σ.σ. με τη Σαραγόσα) το χρειαζόμασταν πάρα πολύ επειδή είχαμε χάσει τα 2 προηγούμενα. Η Ομπραντόιρο δεν είναι απ’ τις καλές ομάδες που κυνηγάει τα play-offs, πάντα προσπαθεί να σωθεί. Πήγαμε στη Σαραγόσα σ’ ένα πάρα πολύ δύσκολο αγώνα. Είχαμε ένα shootaround το πρωί, τη μέρα του αγώνα. Στη 1 ώρα της προπόνησης δε νομίζω να έχασα κανένα σουτ. Δεν το είχα σκεφτεί πάντως ότι στο παιχνίδι θα βάλω 10 τρίποντα, αισθανόμουν απλά καλά και σκεφτόμουν τη νίκη. Όταν ξεκίνησε το παιχνίδι, επειδή εκείνη τη χρονιά ήμουν και 5ος σκόρερ στη λίγκα, είχα πολύ στενό μαρκάρισμα απ’ τους αντίπαλους παίκτες. Με μάρκαρε ο Σειμπούτις στα πρώτα λεπτά και για καλή μου τύχη ξεκινήσαμε πολύ καλά σαν ομάδα, βρήκα 1-2 σουτ ελεύθερα και τα ‘βαλα. Η άμυνα ζώνης που έπαιζαν στο παιχνίδι, μου έδινε το «πάτημα» για να σκοράρω. Όταν κατάλαβα ότι το παιχνίδι μού πάει καλά, έβαλα 4 τρίποντα στο 1ο ημίχρονο και έχασα άλλα 3-4 σε αιφνιδιασμό. Αισθάνθηκα αρκετά καλά και στο 2ο ημίχρονο το παιχνίδι έβγαινε μόνο του. Βγήκαν όλα πάρα πολύ καλά. Τελικά κερδίσαμε το παιχνίδι, που ήταν το σημαντικότερο. Στο τέλος είχα 10/15 τρίποντα και έχασα τα 3 τελευταία».
Για το πώς πήγε στην Τενερίφη: «Έπαιζα στα Τρίκαλα και ήμασταν στο δρόμο για Αθήνα και το ματς με τον Παναθηναϊκό. Με πήρε τηλέφωνο ο Κατσικάρης που ήταν ο προπονητής της Τενερίφης και με ενημέρωσε ότι είχαν θέση για σουτέρ και με ήθελαν. Μετά από… 24 ώρες στο αεροπλάνο έφτασα στην Τενερίφη. Έτυχε να βρεθώ σε ένα εκπληκτικό γκρουπ ανθρώπων, παικτών και συμπαικτών, που απ’ την πρώτη μέρα με βοήθησαν πάρα πολύ. Απ’ την πρώτη μέρα που έπαιξα εκεί ήταν σα να ήμουν στην ομάδα 1 χρόνο».
Για τη δυσκολία προσαρμογής του στον γρήγορο ρυθμό του Ισπανικού πρωταθλήματος: «Στα 21 μου χρόνια που ήμουν και νέος δεν τους προλάβαινα. Η προπόνηση που έκανα εγώ εκτός ομάδας, με τον Ένρι τότε, ήταν 50 λεπτών, να τρέχω πάνω-κάτω με τη μπάλα, να κάνω λει-απ, να παίρνω το ριμπάουντ, να κάνω σπριντ, να μου πασάρει και όλο αυτό να γίνεται 50 λεπτά για να μάθω να αντέχω. Στην αρχή στην Ισπανία, όταν ήμουν στη Μάλαγα, μου έδιναν να φάω Σολωμό σκέτο με πράσινη σαλάτα, τίποτ’ άλλο. Έπρεπε να μπω σ’ ένα πρόγραμμα 15-20 ημερών για να μπορέσω ν’ αντέξω το ρυθμό της προπόνησης, όχι του αγώνα!».
Για το πέρασμά του απ’ την Ιταλία και τη Μοντεγκρανάρο: «Η Ιταλία ήταν κάτι διαφορετικό, δε γνώριζα τίποτα για το αγωνιστικό κομμάτι. Βρισκόμουν σε ένα πάρα πολύ όμορφο μέρος στο βουνό, ένα πάρα πολύ μικρό χωριό, που ζούσε μόνο για το μπάσκετ. Ένα χωριό 10 χιλιάδων κατοίκων που το γήπεδο ήταν γεμάτο με 5 χιλιάδες. Είχαν μια αγάπη απίστευτη για το μπάσκετ και τους παίκτες. Από ‘κει, κρατάω τους ανθρώπους που γνώρισα. Περάσαμε 6 μήνες μαζί και κάναμε κάτι πάρα πολύ καλό για μια μικρή πόλη και ομάδα, το να καταφέρει δηλαδή να ‘ναι κοντά στην 8άδα».
Για την Τουρκία και την Εφές: «Ήταν κάτι πάρα πολύ διαφορετικό, πολύ πιο μεγάλο. Μια ομάδα Ευρωλίγκας που έχει τα πάντα, μια καινούργια χώρα και μια απίστευτη πόλη όπως η Κωνσταντινούπολη, με πάρα πολύ καλούς ανθρώπους, καμιά σχέση με όσα ακούγονται από κάποιους. Η αγάπη που εισπράττεις σαν Έλληνας στην Τουρκία είναι απίστευτη και γι’ αυτόν το λόγο έχω πάρα πολλούς φίλους από ‘κει».
Για το Κατάρ και την Αλ-Σαντ: «Εντελώς διαφορετική εμπειρία. Σίγουρα το αγωνιστικό είναι πολύ πιο δύσκολο, παίζεις 40 λεπτά, τα πάντα περνούν απ’ το χέρι σου. Από ‘κει και πέρα, πρέπει να βοηθήσεις και τους γηγενείς συμπαίκτες σου, που είναι μικροί και χρειάζονται εμπειρία. Προσπαθήσαμε να τους βοηθήσουμε μαζί με τον Φώτη (σ.σ. Λαμπρόπουλο) και τον Βασίλη (σ.σ. Μπρατσιάκος, προπονητής) και καταφέραμε μετά απ’ την 1η σεζόν που η ομάδα βγήκε σχεδόν τελευταία, να μπούμε στην 4άδα και να πάμε σε τελικό. Γνώρισα διαφορετικό κόσμο, διαφορετική κουλτούρα και όλα αυτά σε βοηθούν για τις εικόνες που πρέπει να ‘χεις σαν παίκτης, αλλά και για την πορεία της ζωής σου».
Για το τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει το ελληνικό μπάσκετ: «Επειδή επιτέλους μπήκαν νέα πρόσωπα στην Ομοσπονδία και την Εθνική ομάδα, με πρώην παίκτες που ξέρουν πάρα πολύ καλά το μπάσκετ, πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει ν’ ακούσουν αυτούς τους ανθρώπους, τον Νίκο Ζήση, τον Κώστα Τσαρτσαρή και όλους όσους έχουν σταματήσει το μπάσκετ, αλλά ξέρουν τη νοοτροπία την ευρωπαϊκή. Μακάρι όλοι να τους ακούσουν, ν’ ακούσουν τη γνώμη τους και από ‘κει σιγά σιγά ν’ αρχίσει το ελληνικό μπάσκετ να παίρνει την ανηφόρα πάλι».