Ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης μίλησαν για την στιγμή που αντιμετώπισαν το North Carolina του Μάικλ Τζόρνταν. Οι δύο θρύλοι του ελληνικού μπάσκετ αναφέρθηκαν στον Μάικλ Τζόρνταν, με τον Γκάλη να αναφέρει ότι δεν ήταν επιδειξιομανής και καραγκιοζάκος, ενώ ο Γιαννάκης θυμήθηκε ότι τζαρτζαρίστηκαν για τα καλά σε αυτό το ματς.
Αναλυτικά όσα ανέφεραν στην εφημερίδα “Τα Νέα”:
Γκάλης: “Ήταν απλά φοβερός. Απίστευτος. Είχε τρομερά αθλητικά προσόντα και μου έκανε εντύπωση. Αν και ήταν είκοσι χρονών, έπαιζε πολύ έξυπνα, σοβαρά και με μεγάλη ωριμότητα. Διέθετε υψηλό δείκτη νοημοσύνης, ήταν μπολιασμένος με την νοοτροπία του νικητή και έγινε αυτός που έγινε. Φαινόταν χαρισματικός, αλλά το ταλέντο δεν φτάνει για να γίνει κάποιος πολύ σπουδαίος. Χρειάζεται να έχει και τύχη, να μην πάθει σοβαρούς τραυματισμούς, να βρεθεί στην κατάλληλη ομάδα και το σωστό περιβάλλον.
Πηδούσε ψηλά, δημιουργούσε και τελείωνε φάσεις, είχε μεγάλη γκάμα στο σκοράρισμα και επίσης ήταν σπουδαίος αμυντικός. Εγώ στέκομαι περισσότερο στην ταπεινότητα και στη σοβαρότητα που είχε δείξει σε εκείνο το ματς. Δεν ήταν επιδειξιομανής και… καραγκιοζάκος”.
Για τα κοινά τους σημεία: “Πιστεύω ότι μοιάζαμε σε δύο σημεία στον τρόπο που παίζαμε. Το ένα είναι ότι μπορούσαμε να βάλουμε καλάθι όπως θέλαμε και όποιος και αν βρισκόταν απέναντί μας. Το δεύτερο έχει να κάνει με το ένστικτο της στιγμής, διότι όταν παίρναμε την μπάλα δεν είχαμε σχεδιάσει πώς θα τελειώναμε την φάση και λειτουργούσαμε με το ένστικτο, αποφασίζοντας τι θα κάνουμε στον αέρα! Αυτο δεν το μαθαίνεις, είτε το έχεις εκ γενετής, είτε όχι”.
Γιαννάκης: “Ήταν σκέτος αίλουρος. Σπανίως ένας παίκτης συνδυάζει σε τέτοιο βαθμό την αθλητικότητα, το νεύρο, την δύναμη και την τεχνική. Μπορούσε να κάνει τα πάντα και ο τρόπος που σούταρε ήταν μοναδικός. Συν τοις άλλοις, δεν έπαιζε ατομικά, αλλά φρόντιζε να αναδεικνύει το ταλέντο του και τα χαρίσματά του μέσα από την ομάδα”.
Για τον τσαμπουκά τους: “Συνέβη πάνω στη φάση και την ένταση της στιγμής. Δεν είπαμε λόγια, αλλά τζαρτζαριστήκαμε για τα καλά. Δεν θα τον χτυπούσα, εννοείται, απλώς ήθελα, όπως πάντα, να τού δείξω ότι δεν δειλιάζω και ότι δεν υποχωρώ”.