Καλησπέρα στα φιλαράκια μου. Καιρό έχουμε να τα πούμε, αλλά δεν χανόμαστε. Ήμουν τις προάλλες στο αυτοκίνητο κι άκουγα τον εξαιρετικό Γιώργο Χαιρέτη, να τραγουδά το «αηδόνι». Κάθε φορά που το ακούω ξεσηκώνομαι κι εκεί που πήγαινα στη λεωφόρο κι είχα αρχίσει να τραγουδώ, βλέπω να περνά από μπροστά μου (στη διάβαση) ένας τύπος. Γνωστός μου φάνηκε…
Τον παρατήρησα και διαπίστωσα ότι τον γνωρίζω. Διαιτητής είναι και με έπιασε το δαιμόνιο. Ρε πού να πηγαίνει σκέφτηκα κι έκανα το αυτοκίνητο στην άκρη. «Τρία κι η αγιά τριάδα» να λέει ο Χαιρέτης, αλλά… ποιος Θανάσης; Εγώ είχα τον νου μου στον διαιτητή. Κι εκεί που τον ακολουθούσα με το βλέμμα, βλέπω και δεύτερο ρέφερι, να κατευθύνεται από την αντίθετη πλευρά, στο ίδιο μαγαζί.
Αλάρμ, καβαλάω πεζοδρόμιο, σβήνω μηχανή (και Χαιρέτη) και περιμένω. Αφού χαιρετήθηκαν μπήκαν στο μαγαζί κι άρχισα να σκέφτομαι, μήπως να μπω κι εγώ και να κάνω ότι ήμουν… Περαστικός. Άλλωστε, με τον πρώτο διαιτητή που μπήκε μέσα, έχουμε ξανασυναντηθεί, Περαστικοί κι οι δύο, δεν θα ήταν η πρώτη φορά. «Ρε να πάω;» σκεφτόμουν, αλλά δεν πρόκανα.
Να ‘σου και τρίτος, μπούκαρε κι αυτός. Λέω μέσα μου «άργησε, αλλά ήρθε ο μπασκετικός Αη Βασίλης» και μου έφερε δώρα. Πάνω που σκεφτόμουν «καλύτερα δεν γίνεται» σκάει κι ο τύπος, που το παίζει ότι ελέγχει τη διαιτησία. Περπατούσε και κοίταζε τα παπούτσια του, όπως συνηθίζει να κάνει. Εντάξει, τέλος με τις συμπτώσεις. Ραντεβού είχαν…
Δεν σταματήσαμε εκεί. Εμφανίστηκε και τέταρτος, τον οποίο στην αρχή μπέρδεψα με κάποιον άλλον, αλλά μετά κατάλαβα ποιος είναι. Τέσσερις διαιτητές κι ένας που όταν μιλάνε γι’ αυτόν ξεκινούν με τη φράση «το λαμόγιο…» στον ίδιο χώρο. Έσπευσα να δω τι έγινε και πού σφύριζαν την τελευταία αγωνιστική. Μαζί δεν έπαιζαν. Αλλά μαζί ήταν. Παρέα που… λάμπει δεν περνά απαρατήρητη.
Περίμενα μέχρι να φύγουν. Ο τύπος έφυγε όπως μπήκε, κοιτάζοντας τα παπούτσια του. Οι άλλοι τέσσερις πήρε ο καθένας διαφορετική κατεύθυνση. Έναν ακολούθησα ως το τέλος, τον είδα να μπαίνει στο αμάξι και να μετρά τα χρήματα που είχε στην τσέπη του. Μάλλον αυτός θα πλήρωσε τους καφέδες κι ήθελε να δει αν ήταν σωστά τα ρέστα. Μέρες που είναι, δεν είναι να χάνουμε χρήματα από λάθη.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν άκουσα το τραγούδι. Το ξανάβαλα… «Πέντε δάχτυλα στο χέρι» να λέει ο Χαιρέτης, είπα να απλώσω κι εγώ το δικό μου με ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλά πάλι δεν βαριέσαι. Σε λίγο καιρό, αυτοί οι πέντε και κάποιοι άλλοι της παρέας, θα βρίσκονται και θα λένε ιστορίες για τον καιρό που ήταν στον χώρο του μπάσκετ. Ποιος θα πληρώνει τότε τον λογαριασμό; Πού να ξέρω, εγώ Περαστικός είμαι.