Μπαίνει κανείς σε σύγχρονο συνεργείο αυτοκινήτων, όπου αν πέσει κάτω φαγητό μπορείς (καθ’ υπερβολή) να το… φας χωρίς να σιχαθείς, με τους μηχανικούς να μοιάζουν με γιατρούς, με τα αμάξια να συνδέονται με κομπιούτερ κι αν υπάρξει πρόβλημα που δεν λύνεται… by the book, βλέπεις την απορία στα πρόσωπά τους, την απόγνωση. Και πας σε ένα βρώμικο συνεργείο, τρύπα γεμάτη γράσα και καυσαέρια, που λες ότι βγήκε από την εποχή του μεσοπολέμου, υπάρχει ένας μάστορας, ο οποίος έπρεπε να είχε βγει στη σύνταξη τον καιρό που γεννιόσουν, ακούει τη μηχανή και βρίσκει το πρόβλημα, δίχως να ανοίξει το καπό.
Μην μπερδεύεστε, ούτε την τεχνολογία θα αρνηθώ, ούτε γεροντολάγνος είμαι (παρότι γερνάω). Αντιλαμβάνομαι βιωματικά τη διαφορά ανάμεσα στην επιτηδευμένη γνώση και το μεράκι. Αλλά, τι μας νοιάζουν τα συνεργεία; Πάμε στο μπάσκετ. Μιλάμε καθημερινά με όρους, όπως ταχυδυναμικός, αλτικότητα, βλέπουμε παίκτες που είναι υπεραθλητές και στο τέλος της ημέρας… Σπανούλης.
Είναι εύκολο, μετά την ήττα από τη Ζενίτ και την αποκαρδιωτική εμφάνιση των Αμερικανών να τους χαρακτηρίσουμε «μέτριους», «ακατάλληλους για τον Ολυμπιακό». Κι ίσως να μην απέχουν όλα αυτά από την πραγματικότητα, αλλά η ανθρωποφαγία δεν είναι μεταξύ των χόμπι μου. Βλέπω τον Μπόλντγουιν κι αναρωτιέμαι αν είναι μπασκετμπολίστας ή αθλητής στίβου. Κορμάρα, άλμα από τα λίγα, ταχύτητα. Κι ο Πολ, κι ο Ρούμπιτ, είναι παίκτες της εποχής, «χτισμένοι», «δουλεμένοι».
Όσες ώρες κι αν ξοδέψουν στα γυμναστήρια (κάτι που είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να παίξουν μπάσκετ) δεν μπορούν να φτάσουν έναν 38χρονο πολύτεκνο, παλιάς κοπής (με αμέτρητες ώρες δουλειάς), ο οποίος παίρνει την μπάλα στα χέρια και νιώθω ότι κάθε στιγμή ξέρει τι θα κάνει. Κι οι αντίπαλοι ξέρουν τι θα κάνει, αλλά δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Γιατί είναι ο Σπανούλης. Μαζί του ο Πρίντεζης κι ο Παπανικολάου, έχουν γαλουχηθεί με το δόγμα της απέχθειας στην ήττα, έχουν βγει από την ίδια… μπασκετική μήτρα, έχουν μεταλάβει την κοινωνία του «μπάσκετ ευθύνης». Δεν συμβιβάζονται εύκολα. Γι’ αυτό και πέτυχαν όσα πέτυχαν (και δεν είναι λίγα).
Η φετινή σεζόν του Ολυμπιακού είναι χαμένη κι αυτό είναι πασιφανές, δεν περιμένατε να σας το γράψω εγώ. Σε αυτή την κακή χρονιά, που δεν έχει τίποτα να προσφέρει, δίνεται μια απάντηση, στη σταθερή ερώτηση που κάνει κάθε παιδί: «Τι είναι το μπάσκετ, μπαμπά;». Είναι ο Σπανούλης. Είναι η αυταπάρνηση, είναι ο ρεαλισμός που έχει η πίστη στο ακατόρθωτο («Seamos realistas, pidamos lo imposible!», έλεγε ο Τσε), είναι το πάθος για τη νίκη.
Αυτοί οι τρεις, προεξέχοντος του Σπανούλη, μοιάζουν αναλογικά ρολόγια, στην εποχή που οι μισοί Αμερικανοί (οι άλλοι μισοί απλά δεν έχουν τα χρήματα) κυκλοφορούν με smartwatch, τα οποία μετρούν ακόμα και το πόσες φορές πρέπει να μασούν το τριώροφο μπέργκερ τους, το οποίο πνίγεται στην κέτσαπ. Κι όσο εξελίσσονται αυτά τα… έξυπνα ρολόγια, που αντικαθιστούν το κινητό, που μετρούν πίεση, που σου λένε αν έχεις καθυστέρηση στην περίοδο, που σου λένε πότε ξεκίνησε ο μεταφορέας της πίτσας με το μέτρο που παρήγγειλες, τόσο θα χαζεύεις από την ομορφιά εκείνων των παλαιομοδίτικων χειροποίητων ρολογιών (έργα τέχνης), τα οποία λένε μόνο την ώρα, αν θυμηθείς να τα κουρδίσεις, διαφορετικά δεν λένε τίποτα. Ακόμα και σταματημένα, σου έχουν πει τα πάντα…