Είναι το 38ο λεπτό κι ο Ολυμπιακός είναι εννέα πόντους πίσω. Τρία τρίποντα, εκ των οποίων το ένα από τον Γιώργο Πρίντεζη, το άλλο από τον Μπράντον Πολ (που πήρε και το επιθετικό φάουλ του αγώνα) και το τελευταίο από τον… συνήθη ύποπτο, τον Βασίλη Σπανούλη. Και μετά, ελάτε μια βόλτα στον Πειραιά, να κεράσουμε ουζάκι. Να ήταν μια φορά που το είδαμε; Μήπως δεν το ζήσαμε στην Κωνσταντινούπολη, μήπως δεν έγινε στη Μαδρίτη (και τις δύο φορές άτυχη της παρέας η ΤΣΣΚΑ Μόσχας).
Ας με συγχωρέσει ο Πολ, που θα τον βγάλω από το κάδρο, αλλά αυτό το δίδυμο παικταράδων, ο Βασίλης Σπανούλης κι ο Γιώργος Πρίντεζης, πόσα παιδιά δεν έχουν κάνει να αγαπήσουν το μπάσκετ, πόσα βίντεο δεν έχουν… φτιάξει, πόσους δεν έχουν κάνει να πεταχτούν και να διαλύσουν ό,τι βρίσκεται δίπλα τους, πόσους δεν έχουν κάνει στις εξέδρες να τραβούν τα μαλλιά τους.
Γιατί λες «δεν γίνεται να το ξανακάνει». Και το κάνει, ρε φίλε. Ξανά και ξανά, λες και είναι προγραμματισμένος γι’ αυτό το πράγμα, λες και δεν έχει επιδράσει ο χρόνος επάνω τους, λες και δεν κουράζονται, λες κι έχουν βρει το ελιξίριο της νιότης. Και την ίδια στιγμή σκέφτεσαι πως του χρόνου, τον επόμενο χρόνο, θα δεις μια ανακοίνωση που να ανακοινώνει το τέλος της καριέρας.
Εμείς, οι λίγο παλιότεροι (έτσι γράφω κομψά το ότι γερνάω), είχαμε την τύχη να δούμε και τον Νίκο Γκάλη, και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, και τον Θοδωρή Παπαλουκά, και τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Τι παίκτες θεέ μου; Είναι οι… ήρωες της διπλανής πόρτας. Είναι παικταράδες, που αν ήταν ξένοι θα κολλούσε το στόμα μας, θα γράφαμε διθυράμβους, αλλά αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έπαιξαν εδώ μπάσκετ και έζησαν τον διχασμό. Αλλά, ας μην το χαλάσουμε με μεμψιμοιρία.
Είμαστε ευλογημένοι που έχουμε την τύχη να βλέπουμε τα ιερά τέρατα του αθλήματος. Τους παίκτες που κάνουν το αδύνατο δυνατό και μάλιστα το κάνουν να φαίνεται εύκολο. Και σ’ αυτά τα βήματα βαδίζει κι ο Νικ Καλάθης. Και βέβαια, να μην ξεχνάμε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, που θαυμάζουμε έστω κι από την τηλεόραση και που όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα σχεδιάζουν ήδη ταξίδι για το Παρίσι.
Θα θέλαμε να σταματούσε ο χρόνος, να τους απολαμβάναμε για πάντα, να βλέπουμε το ίδιο έργο σ’ επανάληψη, να παίρνουν την τελευταία προσπάθεια και να ξέρεις το αποτέλεσμα. Ο χρόνος, όμως, δεν σέβεται ούτε τους καλύτερους. Είναι αμείλικτος κι έτσι σε λίγο καιρό θα συζητάμε για τις αναμνήσεις μας, θα υπάρχουν κι άλλες φανέλες κρεμασμένες στο ταβάνι, να θυμίζουν όσα ζούμε.
Αντί επιλόγου: Το ότι κάποιοι κι από τις δύο πλευρές δεν μπορούν να απολαύσουν τους παίκτες, βλέποντας τις φανέλες κι όχι τα επιτεύγματα, είναι κάτι που με κάνει πραγματικά να τους συμπονώ.