«Ήρθα για τον Μπλατ. Έχει συγκεκριμένο όραμα. Θέλω να κάνω ό,τι έχει στο μυαλό του». Ο Ζακ ΛεΝτέι δεν είπε κάτι ασυνήθιστο για παίκτη και δη για παίκτη που αποτελεί προσωπική επιλογή ενός προπονητή, πόσο μάλλον όταν αυτός (ο παίκτης) ανεβαίνει επίπεδο. Λογικό είναι να βλέπει τον κόουτς ως τον άνθρωπο, ο οποίος του δίνει την ευκαιρία που ζητούσε. Μόνο που ταυτόχρονα, με τέσσερις λέξεις έφτιαξε το παζλ του νέου Ολυμπιακού. «Ήρθα για τον Μπλατ»!…
Κανείς δεν παραγνωρίζει -θα ήταν ανόητος αν το έπραττε- την αξία και την προσφορά του Γιώργου Μπαρτζώκα και του Γιάννη Σφαιρόπουλου, αλλά ο Ολυμπιακός επιστρέφει στο μέλλον, ζώντας… μέρες Ίβκοβιτς. Τότε, δηλαδή, που ο προπονητής ήταν ταυτόχρονα ο σταρ της ομάδας. Κάτι το οποίο λειτούργησε για χρόνια στον Παναθηναϊκό, όταν στην άκρη του πάγκου κάθονταν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Ο Μπλατ γίνεται πόλος έλξης, σημείο αναφοράς για τα media, εντός και -κυρίως- εκτός συνόρων. Αυτό έχει μονοδιάστατη σημασία και αξία. Εκείνο που μετρά ιδιαίτερα είναι πως ο προπονητής θα γίνει… ασπίδα για τους παίκτες του. «Αν ο Μπλατ λέει πως ο ΛεΝτέι είναι καλός, κάτι ξέρει» είναι μια απλοϊκή προσέγγιση, δείγμα αναγνώρισης κι ασυλίας που έχει ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙ ο συγκεκριμένος προπονητής, αλλά κι όσοι ανήκουν στο ίδιο επίπεδο.
Είναι άδικο για τους υπόλοιπους. Για παράδειγμα, ο Αργύρης Πεδουλάκης κέρδιζε κι αντί να αποθεώνουν τις επιτυχίες του, συζητούσαν για το αν η ομάδα παίζει καλό μπάσκετ, αν νικά από την άμυνα, αν παίζει με πολλά τρίποντα. Ο Γιάννης Σφαιρόπουλος (άλλο παράδειγμα) αναγκάστηκε να πει «αυτό το μπάσκετ παίζουμε και σ’ όποιον αρέσει», όταν… κατηγορήθηκε γιατί η ομάδα του έριχνε το βάρος στο πίσω μέρος του γηπέδου.
Όταν έχεις στη σύνθεσή σου τον Σπανούλη, γνωρίζεις πως στην καλή του μέρα μπορεί να «σκοτώσει» τον αντίπαλο. Αν μείνεις μόνο σε αυτό, στην κακή του μέρα κι αν δεν βρεθεί κάποιος να ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη, «αντίο ζωή». Μα τότε, τι χρειάζεται ο κόουτς; Κι εγώ θα μπορούσα να δίνω την μπάλα στα χέρια του Σπανούλη (του Διαμαντίδη, του «άλφα» ή του «βήτα» παικταρά) και να περιμένω να μάθω τι θα κάνει.
Όταν ένας κόουτς καταφέρνει να πείσει σταρ αυτού του βεληνεκούς να παίξουν άμυνα, πόσο μάλλον να νικά βασισμένος στο αμυντικό του δόγμα, τότε του αξίζουν τιμές. Δεν συμβαίνει πάντα. Ο Μπλατ, για να επιστρέψουμε στο αντικείμενο της συζήτησής μας, έχει κατακτήσει το δικαίωμα να κερδίζει όπως θέλει, να χάνει όπως θέλει, να διαλέγει τους παίκτες που θέλει. Γι’ αυτό και οι παίκτες δηλώνουν «ήρθα γι’ αυτόν».
Δεν είναι πολλοί οι προπονητές που ανήκουν στην ελίτ και που έχουν τέτοια ελευθερία. Βεβαίως και αυτός, όπως και καθένας, θα κριθεί από το αποτέλεσμα, όμως έχει την άνεση, την ηρεμία και τον χρόνο για να φτάσει σε αυτό. Έχει το δικαίωμα να επιλέξει τους παίκτες που θέλει, καθώς οι αδερφοί Αγγελόπουλοι γνώριζαν εξ αρχής ότι θα ικανοποιήσουν (στο μέτρο της λογικής και του εφικτού) τις απαιτήσεις του.
Εν ολίγοις, κόουτς που παίρνουν τα κλειδιά της ομάδας, που ακούν παίκτες να λένε «ήρθα για σένα» και που δεν χρειάζεται παρά να σηκώσουν μια φορά το τηλέφωνο για να πειστεί ο παίκτης να τους ακολουθήσει, είναι σταρ. Η μεγαλύτερη προσφορά προς τους παίκτες τους, είναι πως όταν χάνουν, χάνουν εκείνοι. Χάνει ο Μπλατ, άρα –πάντα τηρουμένων των αναλογιών- οι παίκτες μπορούν να νιώσουν πιο απελευθερωμένοι