Εδώ και δεκαετίες, ο αθλητισμός έχει μπει για τα καλά στη ζωή των παιδιών. Η επιλογή αθλήματος για ένα νεαρό παιδί, τις περισσότερες φορές δεν είναι δική του πρωτοβουλία, αλλά του γονιού. Ο γονιός, μη θέλοντας το βλαστάρι του να κάθεται απέναντι από μια τηλεόραση, το “σπρώχνει” προς τον αθλητισμό, όπως οφείλει – άλλωστε – να κάνει.
Βλέπετε, η διασκέδαση –κυρίως- της δικής μου γενιάς και νεότερες, είναι τα ποτά, τα τσιγάρα, τα ξενύχτια, το playstation και ο υπολογιστής. Έτσι, ο αθλητισμός λειτουργεί ως μέσο διαφυγής από τις καταχρήσεις. Αυτό συμβαίνει, διότι εφόσον το παιδί ενταχθεί σε ένα σύνολο και μάθει να λειτουργεί ως μέλος μιας αθλητικής ομάδας, ταυτόχρονα βάζει “φρένο” στον εαυτό του και αποφεύγει τις “κακές” συνήθειες.
Ωστόσο, η γαλούχηση του παιδιού μέσω του αθλητισμού εξαρτάται άμεσα και από τον γονιό. Υπάρχουν, λοιπόν, δυο κατηγορίες συμπεριφοράς γονιού προς αθλητή.
Γονιός wannabe προπονητής – μάνατζερ
Η πρώτη κατηγορία, λοιπόν, είναι οι γονείς οι οποίοι επιλέγουν εκείνοι για το παιδί το άθλημα που –πιθανότατα- τους έχει μείνει απωθημένο. Για παράδειγμα, μπορεί ο πατέρας να έπαιζε μπάσκετ στα νιάτα του αλλά να μη κατάφερε να το ακολουθήσει επαγγελματικά, όπως θα ‘θελε. Για αυτό το λόγο, “σπρώχνει” το παιδί του να ακολουθήσει το άθλημα στο οποίο εκείνος “απέτυχε”, ώστε να ικανοποιήσει τον βαθύτερο εγωισμό του. Πολλές φορές, αυτή η συμπεριφορά γίνεται και ασυναίσθητα. Αυτή είναι η πρώτη φάση.
Στη δεύτερη φάση, αφού ο γονιός επιλέξει φασιστικά το άθλημα που θέλει να ακολουθήσει το παιδί του, λειτουργεί ως προπονητής, διορθώνοντας συνεχώς τον νεαρό ή την νεαρή μας αθλήτρια, κάνοντας τον/την με αυτή τη συμπεριφορά να μην θέλει να συνεχίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μετά από προπόνηση ή αγώνα, όπου ο γονιός κάνει παρατηρήσεις στο παιδί του για λανθασμένες ενέργειες. Δυστυχώς, ως προπονητής και ως φίλαθλος, έχω γίνει μάρτυρας παρόμοιων περιπτώσεων. Έτσι, το παιδί αρχίζει να αλλάζει συμπεριφορά απέναντι ακόμη και στην ίδια την ομάδα. Καθώς, δεν θα παίζει για το σύλλογο ή ακόμα και για τον προπονητή αλλά για τον γονιό του, ώστε να του αποδείξει πως μπορεί να γίνει καλός ή καλή στο άθλημα που αγωνίζεται. Δυστυχώς, πολλά παιδιά έχουν αυτή τη νοοτροπία και σε πολλές περιπτώσεις, τα χέρια του προπονητή είναι “δεμένα”, διστάζοντας να παρέμβει.
Έτσι, αφού ο νεαρός μας αθλητής ή η νεαρή μας αθλήτρια αρχίζει να μεγαλώνει, ο γονιός λειτουργεί παράλληλα και ως μάνατζερ. Αρχίζει λοιπόν να πιστεύει πως το βλαστάρι του είναι για κάτι πολύ μεγαλύτερο και πως θα ήταν καλό για εκείνο να πάει σε μια καλύτερη ομάδα. Τις περισσότερες φορές, τα παιδιά –μέσω των γονιών τους- “ανεβαίνουν” επίπεδο πριν την ώρα τους. Χωρίς να έχουν αποδείξει – επί της ουσίας – πως μπορούν να αγωνιστούν σε μια καλύτερη ομάδα. Το αποτέλεσμα ; Καταστροφικό. Το παιδί αρχίζει να απογοητεύεται. Το πιθανότερο σενάριο είναι ο γονιός να ξανά αλλάξει ομάδα στο παιδί και ούτω καθ’ εξής. Συνέπεια ; Το παιδί να μη βρίσκει σταθερότητα και φυσικά να μη μπορεί να αποδώσει. Έτσι, όποια ελπίδα είχε να παίξει μπάσκετ σε ένα μεγάλο επίπεδο, εξαλείφεται.
Γονιός – παρηγορητής
Η δεύτερη άτυπη κατηγορία που έχουμε, είναι ο γονιός – παρηγορητής. Εκείνος που πάντα θα παρηγορεί το παιδί του μετά από κάθε “αποτυχία”. Φυσικά, η έννοια ‘’αποτυχία’’ είναι υποκειμενική και οι γνώμες διίστανται. Προσωπικά, είμαι της άποψης πως δεν υπάρχουν αποτυχίες –τουλάχιστον στο χώρο του αθλητισμού – καθώς πάντα κάτι παίρνεις. Μαθήματα, εμπειρίες και ούτω καθ’ εξής. Επομένως, όλα χρειάζονται.
Έτσι λοιπόν, υπάρχουν και γονείς που δεν μαλώνουν το παιδί τους μετά από κάθε αγωνιστική ατυχία. Απλώς, το παρηγορούν και του δίνουν να καταλάβει πως μέρα με τη μέρα θα γίνεται καλύτερο και όσο περισσότερο θα δουλεύει και θα βελτιώνεται, τόσο περισσότερο θα αποφεύγει τα λάθη. Έτσι όπως οφείλει να φέρεται ένας γονιός, μένοντας “μακριά” από το γήπεδο.
Βλέπετε, πολλοί γονείς που έχουν την απαίτηση από τα παιδιά τους να γίνουν επαγγελματίες αθλητές, καθημερινά τους ασκούν αφόρητη ψυχολογική πίεση ώστε να τα καταφέρουν. Αλλά, πάντα καταφέρνουν το αντίθετο. Γι’ αυτό λοιπόν, εφόσον το παιδί αγαπήσει το άθλημα του, θα δουλέψει ώστε έχει την ικανοποίηση πως βελτιώνεται.
Έτσι λοιπόν, το παιδί που έχει έναν γονιό – συνοδοιπόρο και όχι επικριτή, προπονητή ή μάνατζερ, έχει πολλές παραπάνω πιθανότητες να πετύχει.