Ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε την προετοιμασία του ενόψει της νέας αγωνιστικής περιόδου, με τους στόχους της ομάδας του Τσάβι Πασκουάλ να είναι ξεκάθαροι για τη φετινή σεζόν. Οι “πράσινοι” θέλουν κατακτήσουν για δεύτερη σερί χρονιά το νταμπλ στην Ελλάδα και να επιστρέψουν στο Final Four της Ευρωλίγκας, έπειτα από την σεζόν 2011-12.
Ένα από τα νέα πρόσωπα του “τριφυλλιού” τη φετινή χρονιά είναι ο Ζακ Όγκαστ. Ο νεαρός φόργουορντ/σέντερ θα αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Ευρωλίγκα, όντας ανυπόμονος να ξεκινήσει η χρονιά. Ο 24χρονος άσος μίλησε στο eBasket.gr για τη νέα σεζόν, εξήγησε τι μπορεί να προσφέρει στην ομάδα του Τσάβι Πασκουάλ, ξεκαθαρίζοντας ότι θέλει να κατακτήσει όλους τους τίτλους με το “τριφύλλι”.
“Είμαι ενθουσιασμένος. Είναι η πρώτη μου χρονιά στην Ευρωλίγκα και περιμένω με ανυπομονησία τη νέα πρόκληση. Θέλω να δουλέψω σκληρά με τους συμπαίκτες μου και τον προπονητή μου, προκειμένου να κατακτήσουμε το έβδομο αστέρι κι ακόμα ένα ελληνικό πρωτάθλημα”, δήλωσε αρχικά ο Όγκαστ.
Όσο για το τι γνώριζε για τον Παναθηναϊκό πριν την υπογράψει στο “τριφύλλι”, ανέφερε: “Ήξερα ότι είναι μία ομάδα που έχει σαν στόχο πάντα να κερδίζει”.
Ο Ζακ Όγκαστ θα συνθέσει παρέα με τους Γκιστ και Βουγιούκα την τριάδα των σέντερ του Παναθηναϊκού. Ποια είναι, όμως, τα δυνατά σημεία του νέου ψηλού του “τριφυλλιού”;
“Μπορώ να δώσω ενέργεια στην ομάδα κι αθλητικότητα. Έχω τη δυνατότητα να τρέξω το γήπεδο και γενικότερα είμαι εδώ για να κάνω ό,τι μου ζητήσει ο προπονητής μου. Μακάρι να κάνω ευτυχισμένους τους οπαδούς”, ανέφερε ο 24χρονος φόργουορντ/σέντερ.
Στη συνέχεια, ο Όγκαστ μίλησε για τους στόχους του Παναθηναϊκού και στάθηκε στην επιστροφή της ομάδας στο φάιναλ φορ: “Στόχος μας είναι η νίκη σε κάθε παιχνίδι. Θέλουμε κατακτήσουμε όλους τους τίτλους που θα διεκδικήσουμε. Πέρυσι κατακτήσαμε τους δύο τίτλους στην Ελλάδα, φέτος θα πρέπει να πάμε στο Φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας“.
Τέλος, για τις μέχρι τώρα εμπειρίες του από την Αθήνα, τόνισε: “Τα πάντα είναι όμορφα στην Αθήνα. Πραγματικά είμαι ενθουσιασμένος από την πόλη. Και στην Τουρκία ήταν ωραία, αλλά όχι τόσο όσο στην Ελλάδα“.