Ήταν ο Νίκος Γκάλης που χθες, από αυτόν εδώ τον διαδικτυακό χώρο, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς το πρόσωπο του Γιώργου Βασιλακόπουλου. Σήμερα ήρθε η σειρά του Παναγιώτη Γιαννάκη να μιλήσει στον Realfm 107,1 και την εκπομπή του Μπάμπη Τζιομπάνογλου.
“Ο Νίκος (σ.σ. ο Γκάλης εννοεί ) τα είπε πολύ δηκτικά, γιατί καταλαβαίνει τι γίνεται. Η ομοσπονδία έχει έναν δικό της τρόπο να βλέπει τα πράγματα, αν και δε μου αρέσει να συζητάμε για εκείνα που δεν βοηθάνε το μπάσκετ να βρίσκεται στο επίπεδο που πραγματικά εκτοξεύτηκε το 1987“, είπε κι η συνέχεια ήταν πιο σκληρή: “Για να αλλάξουν τα δεδομέναπρέπει να υπάρχει αλληλοσεβασμός, άσχετα με το τι έχει προσφέρει ο καθένας στο μπάσκετ. Αν είναι ο κυρ-Βαγγέλης που μου έδωσε τη μπάλα στον Πλάτωνα για να ξεκινήσω με το μπάσκετ, πρέπει να τον σέβομαι απεριόριστα και να τον τιμώ. Το ίδιο ισχύει και για τον οποιοδήποτε, κατά την άποψή μας, κορυφαίο του μπάσκετ.
Αυτός ο σεβασμός νομίζω δεν υπάρχει και κυρίως αισθανόμουν ότι εξ’ ανάγκης μου εστάλη η πρόσκληση. Όταν έχει ξανασυμβεί να βρεθούμε στην ίδια εκδήλωση για να τιμηθώ για την παρουσία μου στο μπάσκετ, έχει δημιουργηθεί αναταραχή και αναβολή. Οπότε αισθανόμουν λίγο ότι αν ξαναεμφανιστώ, μήπως γίνει πάλι καμιά αναβολή. Δεν θα ήθελα να συνεχίσω να συζητάω για αυτό, απλά το αναφέρω όσο μπορώ με τη μεγαλύτερη σεμνότητα, γιατί δεν έχω μάθει στη ζωή μου να απαιτώ και να ζητώ κάτι.
Αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν το κάνουν γιατί πραγματικά υπάρχει εκτίμηση, αλλά το κάνουν για προσωπικούς λόγους, ή εξ ανάγκης. Κι όταν κάτι γίνεται τελευταία στιγμή, νομίζω γίνεται εξ ανάγκης, από πίεση δηλαδή. Ο καθένας όπως το βλέπει, εγώ το αντιμετώπισα με αυτό τον τρόπο. Δεν με κάλεσαν οι συμπαίκτες μου, αλλά ο πρόεδρος Βασιλακόπουλος στέλνοντας μια πρόσκληση την Παρασκευή. Νομίζω ότι είναι λίγο άκομψο“, υποστήριξε, επιβεβαιώνοντας πλήρως τα λεγόμενα του Νίκου Γκάλη και απαντώντας ουσιαστικά στον Νίκο Σταυρόπουλο.
“Σε ό,τι αφορά τους συμπαίκτες μου, όσες φορές έχω βρεθεί και έχω ιδρώσει μαζί τους προσπαθώ να τους τιμώ και να τους υπερασπίζομαι και θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι μαζί τους κάθε μέρα. Όμως εκείνο το βράδυ δε νομίζω ότι υπήρχε λόγος. Τελικά νομίζω ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.”