Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τον Τσακ Κόνορς ως ηθοποιό των γουέστερν με γνωστότερο ρόλο του, αυτόν του Ινδιάνου αρχηγού Τζερόνιμο. Ο πανύψηλος με το “ψαρωτικό” στυλ έκανε καριέρα για περισσότερα από 40 χρόνια στην τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο. Λίγο όμως ξέρουν μία άγνωστη πτυχή της ζωής του, ότι ήταν δηλαδή επαγγελματίας μπασκετμπολίστας καταφέρνοντας, μάλιστα, να γραφτεί στην ιστορία των παρκέ αφού ήταν και ο πρώτος που έσπασε το ταμπλό σε αγώνα.
Ο Κόνορς γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1921 και απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου του 1992 και ήταν ένας από τους μόλις 12 αθλητές στην ιστορία του αμερικανικού επαγγελματικού αθλητισμού, που αγωνίστηκε επαγγελματικά τόσο στο πρωτάθλημα μπάσκετ αλλά και σε αυτό του μπέιζμπολ.
Οι αθλητικές επιδόσεις τού εξασφάλισαν υποτροφία στο “Adelphi Academy” και αργότερα στο πανεπιστήμιο του “Seton Hall” στο Νίου Τζέρσεϊ. Ύστερα από δύο χρόνια, κατατάχθηκε στον αμερικανικό Στρατό, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα μπάσκετ με τους Μπρούκλιν Ίντιανς (1943-94), τους Γουίλμινγκτον Μπλου Μπόμπερς (1944-45) και με τους Πάτερσον Κρεσκέντς (1945-46). Με τους τελευταίους πραγματοποίησε την κορυφαία του σεζόν, όπου είχε κατά μέσο όρο 8.8 πόντους σε 18 αγώνες κατά μέσο όρο.
Το 1946 τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία και εντάχθηκε στη νεοσύστατη -τότε- ομάδα των Μπόστον Σέλτικς. Στις 5 Νοεμβρίου του 1946 και όταν η ομάδα της Βοστόνης έκανε ζέσταμα για το πρώτο της παιχνίδι ως επαγγελματική ομάδα αν και το αποτέλεσμα ενός τόσο επιθετικού παιχνιδιού είναι συνήθως το κούνημα της στεφάνης, ο τρόπος παιχνιδιού του Κόνορ οδήγησε σε κάρφωμα που “κατεδάφισε” στη στεφάνη ενός άδοξα τοποθετημένου ταμπλό. Αυτό οδήγησε στην καταστροφή του ταμπλό και έτσι ο μπασκετμπολίστας έμεινε στην ιστορία.
(*): Εδώ τον βλέπετε αριστερά μετά το τέλος της καριέρας του, με τον Λάρι Μπερντ στη μέση και τον Ρόμπερτ Ούριχ στα δεξιά.
Ο Κόνορς δεν συνέχισε μέχρι το τέλος της σεζόν στους Σέλτικς και ακολούθησε διαφορετική πορεία στην καριέρα του, αφού αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπέιζμπολ. Ούτε εκεί όμως στέριωσε και αποχώρησε. Επόμενος σταθμός του ήταν και αυτό που τον έκανε πιο γνωστό, η υποκριτική. Συμμετείχε σε πάρα πολλές ταινίες και έμεινε στην ιστορία για τους ρόλους του στα γουέστερν. Τελευταία του συμμετοχή σε ταινία ήταν το 1992 στο “Τρεις μέρες για έναν φόνο” και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς “έφυγε” από τη ζωή χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα, που προκλήθηκε από το κάπνισμα.