Ο Λευτέρης Σούμποτιτς έχει συνδέσει το όνομά του με την ομάδα του Άρη και, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θυμήθηκε -μεταξύ άλλων- την κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς το 1997 και ευχήθηκε οι Θεσσαλονικείς, απόψε, να προσθέσουν άλλο ένα λάβαρο στην οροφή του “Nick Galis Hall“.
“Ο Παναθηναϊκός είναι το φαβορί στα χαρτιά, παίζει Ευρωλίγκα, έχει μεγαλύτερο μπάτζετ, όμως πιστεύω πως οι παίκτες του Άρη θα δώσουν το “αίμα” τους να κερδίσουν το παιχνίδι. Αυτό έκανα εγώ όταν έμπαινα σε τελικούς. Εύχομαι ολόψυχα να βάλει ο Άρης ένα ακόμη λάβαρο στο ταβάνι του “Nick Galis Hall“, δήλωσε ο Σούμποτιτς.
Ο χρόνος γυρίζει στο 1997 και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς στην Τουρκία: “Το λέω και το ξαναλέω και δεν πρόκειται να ξεπεράσει κανένα άλλο τρόπαιο το κύπελλο της Προύσας το 1997. Ήταν ένας τελικός, σε διπλά παιχνίδια. Χάσαμε στο γήπεδο μας 11 πόντους και μας είχαν όλοι ξεγράψει. Ήταν και η αντιπαλότητα Ελλάδας – Τουρκίας. Μέχρι τότε δεν είχα πάρει ευρωπαϊκό τίτλο, ούτε ως παίκτης, ούτε ως προπονητής”. Λάβαμε πολλά συγχαρητήρια μηνύματα και από την Ελλάδα και από την Κύπρο. Και από τον πατέρα του άτυχου, Σολωμού Σολωμού, τον οποίο τον συνάντησα αργότερα και του έδωσα και μια φανέλα του Άρη“.
Ο Λευτέρης Σούμποτιτς αναφέρθηκε και στους Νίκο Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη: “Ήταν βεντέτες της ομάδας ο Γκάλης και ο Γιαννάκης. Ήταν παικταράδες. Στις προπονήσεις γινόταν του σκοτωμού. Παίζαμε διπλό και φεύγαμε στα χέρια με γρατσουνιές και αίματα. Παθιαζόμασταν τόσο που δεν μιλιόμασταν μέχρι την επόμενη μέρα. Περιμέναμε να βρεθούμε στο γήπεδο για να δούμε ποιος θα κερδίσει. Η ήττα δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μας. Ήμασταν νικητές. Δεν θέλαμε να χάνουμε”.
Ο ίδιος αφηγήθηκε και μία άγνωστη ιστορία: “Θυμάμαι παίζαμε στην Ολλανδία και περιμέναμε το αποτέλεσμα του αγώνα Μακαμπί – Παρτιζάν για να πάμε φάιναλ φορ. Κατευθείαν από τον δικό μας παιχνίδι πήγαμε στο ξενοδοχείο να δούμε το β’ ημίχρονο. Ο καθένας από εμάς ήταν στο δωμάτιο του. Κέρδισε η Μακαμπί και βγήκαμε στους διαδρόμους να πανηγυρίσουμε. Πήρε ο Φιλίππου έναν πυροσβεστήρα και γέμισε με αφρούς όλο το ξενοδοχείο, το οποίο μόλις είχε ανακαινιστεί. Ήμασταν όλοι άσπροι από τους αφρούς, αλλά δεν μας ένοιαζε γιατί χορεύαμε και πανηγυρίζαμε. Την άλλη μέρα, οι υπεύθυνοι δεν μας άφησαν να βγούμε από τα δωμάτιά μας”.
Σχετικά με την προπονητική του καριέρα, ο Σούμποτιτς δήλωσε: “Από τη στιγμή που αποφάσισα να γίνω προπονητής “σκότωσα” τον παίκτη μέσα μου. Είναι δύσκολο να το κάνεις όταν είσαι χρόνια επαγγελματίας. Πρέπει, όμως, να καταλαβαίνεις πότε είναι η ώρα να αποχωρήσεις. Όταν νιώθεις “ωμά” πως τα πόδια δεν πάνε όσο παλιά, όταν δεν είσαι άλλο εύστοχος. Στην προπονητική μου καριέρα, μου συνέβησαν όλα τα πράγματα πάρα πολύ γρήγορα. Την πρώτη χρονιά, με τον Ηρακλή τερματίσαμε στην 3η θέση και βγήκαμε Ευρωλίγκα. Μετά, στον Άρη πήραμε το Κόρατς.
Τρία χρόνια αργότερα, είχα την τύχη να δουλεύω στον Παναθηναϊκό. Μετά στον Ολυμπιακό… έκανα έναν κύκλο μεγάλων ομάδων και θεώρησα πως έπρεπε να κλείσει”. Θα ήθελα κάποια στιγμή να ξαναγυρίσω και να ανοίξει ένας νέος κύκλος στο ελληνικό πρωτάθλημα. Άμα νιώθεις χορτάτος σταματάς κι εγώ αυτή τη στιγμή δεν είμαι. Από τη στιγμή που θα νιώσω ότι πηγαίνω στην προπόνηση με βαριά καρδιά, θα σταματήσω. Γιατί θα κοροϊδεύω τον εαυτό μου, την ομάδα μου και τους παίκτες”.
Ο Σούμποτιτς, όμως, εμφανίζεται μετανιωμένος για την επιλογή του να εργαστεί στον ΠΑΟΚ: “Το μοναδικό πράγμα στον αθλητισμό για το οποίο έχω μετανιώσει είναι η απόφαση μου να πάω ως προπονητής στον ΠΑΟΚ. Πίστεψα σε κάποιους ανθρώπους, όμως πήγα στην ομάδα που ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Άρη. Δεν περίμενα να μ’ αγκαλιάσουν. Έφυγα ύστερα από τρεις μήνες. Πολλοί παίκτες πήγαν από τον Άρη στον ΠΑΟΚ και από τον ΠΑΟΚ στον Άρη. Εγώ, όμως, δεν έπρεπε να πάω”.
Έδωσε, τέλος, τις συμβουλές του στους νέους παίκτες: “Ως παίκτης του Άρη, καθημερινά πήγαινα σ’ ένα μικρό γήπεδο στην περιοχή Χαριλάου κι εκεί έκανα 400-500 εύστοχα σουτ. Κάθε σουτ που έκανα και δεν ήταν εύστοχο, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται τι πήγε λάθος. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο για τα νέα παιδιά. Χρειάζεται προπόνηση, προπόνηση, προπόνηση. Σκληρή δουλειά και με μια μπάλα του μπάσκετ συνέχεια στο χέρι”.