Ο Ντούσαν Ίβκοβτις, μιλώντας σε εκπομπή της ΕΡΤ και στον Βαγγέλη Ιωάννου, αναφέρθηκε στην πλούσια καριέρα του, αποκαλύπτοντας τον λόγο που έφυγε από τον Ολυμπιακό το 2012, έχοντας κατακτήσει την Ευρωλίγκα στην Πόλη.
Παράλληλα αποθέωσε τον Βασίλη Σπανούλη και τον Κάιλ Χάινς.
Αναλυτικά τα όσα είπε ο Σέρβος τεχνικός :
Για την περίοδο που γεννήθηκε: “Ήταν δύσκολα. Ήμουν παιδί του πολέμου. Γεννήθηκα σε μια καλή οικογένεια. Είμαι παιδί πολέμου. Πιστεύω από εκεί είχα στα γονίδια μου το να είμαι πολεμιστής.”
Για το ξεκίνημά του: “Είμαι γεννημένος σε μια περιοχή του Βελιγραδίου. Είχαμε ένα μεγάλο θέατρο και μια εκκλησία. Ήμασταν “κλειστοί” άνθρωποι. Αυτή η περιοχή έδωσε αθλητές, ηθοποιούς, επιστήμονες. Δεν είναι τυχαίο ότι από εκεί ήταν κι άλλοι κορυφαίοι. Έπαιξα για δέκα χρόνια μπάσκετ. Μπορούσα να αναβάλω τον στρατό μέχρι τα 27. Σταμάτησα τότε το μπάσκετ. Δεν ήταν επαγγελματικό τότε. Σήμερα λέμε ότι κάνουμε ειδική προπόνηση και προετοιμασία, οι παίκτες παίζουν μέχρι τα 40. Όπως ο Τζινόμπιλι, ο Ντάνκαν. Είναι κορυφαίες περιπτώσεις. Εγώ δεν είχα φιλοδοξίες να είμαι προπονητής. Συνέχισα μετά τον αδελφό μου, που ήταν μεγάλος προπονητής. Το ξέρει η Ευρώπη και το Βελιγράδι. Ο αδελφός μου ήταν μεγάλο ταλέντο, είχε προσφέρει πολλά στο σερβικό μπάσκετ, ήταν πρωταθλητής. Μου είπαν κάποια στιγμή αν θέλω να οργανώσω μαζί τους την ακαδημία της Ραντνίτσκι. Δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου. Βρήκα τον σωστό δρόμο ως προπονητής. Βήμα – βήμα, από τις μικρές κατηγορίες. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά και τον Παναγιώτη Γιαννάκη από το πρωτάθλημα Παίδων”.
Για το triple crown που πήρε ως προπονητής στην Παρτιζάν: “Ήταν μια καλή ομάδα. Είχα συνηθίσει να παίζω με υψηλή πεντάδα από τότε. Ο Σλάβιτς και ο Ντελίμπασιτς έπαιζαν στη θέση “1”. Είχαμε φοβερούς παίκτες. Από τότε είχα ένα μις ματς μέσα στο παιχνίδι. Και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι all around παίκτης, θέλει λίγο χρόνο. Αν σταματούν παίκτες όπως ο Σπανούλης και ο Διαμαντίδης, εκείνος θέλει χρόνο να ρολάρει στην ομάδα».
Για το ίδιο επίτευγμα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς: “Δεν είναι τυχαίο. Ήταν μεγάλη επιτυχία”.
Για την πορεία του και τη συνεργασία με τον Ζεράβιτσα: “Πιστεύω πως στην προπονητική πρέπει να έχει κάποιος μια ειδικότητα. Εγώ δεν ήμουν μεγάλος παίκτης. Λάτρευα το μπάσκετ. Είναι η ζωή μου. Με κάλεσε ο Ράτκο Ζεράβιτσα. Ήταν μια σημαντική στιγμή να είμαι βοηθός του. Ξεκίνησε μια σημαντική τριετία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 είχαμε το πιο δυνατό πρωτάθλημα σε όλη την Ευρώπη. Πήρε το Πανευρωπαϊκό η Τσιμπόνα. Ήμουν νέος προπονητής το 1978-1979. Είχα δύο καλούς παίκτες, το καλύτερο δίδυμο σε όλο τον κόσμο. Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους παίκτες. Ήθελαν να δείξουν πώς μπορεί να παίξει η ομάδα με τον έναν ή τον άλλον. Πήραμε τρεις τίτλους. Αν τους είχα μαζί και τους δύο, η Παρτιζάν θα ήταν η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη”.
“Πολύ καλές οι σχέσεις μας με τον Γκάλη, κάποιοι στον Άρη δεν ήθελαν να πάρουμε πρωτάθλημα”
Για τον Άρη το 1980: “Είναι δύσκολο να πω. Δεν ήμουν έτοιμος να φύγω έξω από την πατρίδα. Στην αρχή απέρριψα την πρόταση, είχα προετοιμασία με την Εθνική για το Βαλκανικό πρωτάθλημα. Ο γιος μου ήταν άρρωστος, μου είπαν οι γιατροί πως η θάλασσα θα του έκανε καλό. Τα βρήκαμε, συμφωνήσαμε, ξεκίνησα να έρθω στον Άρη. Ήξερα από τότε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλα ταλέντα στα παιδικά. Ξέραμε ότι υπάρχει ταλέντο. Όταν ήρθα μετά στον ΠΑΟΚ ερχόντουσαν οι παίκτες για προπόνηση με τα ποδήλατα. Λέω “τι γίνεται εδώ;”. Βήμα – βήμα, ήξερα ότι ο Άρης είχε πάρει το πρωτάθλημα. Αμέσως μετά οι καλύτεροι παίκτες σταμάτησαν. Είχαν κάποια προβλήματα με τη διοίκηση. Όπως ο Αλεξανδρής και ο Παπαγεωργίου. Ο Κώστας Δήμου μου λέει “φίλε, πού ήρθες εδώ; Όλη η ομάδα είναι κατεστραμμένη”.
Όχι μόνο μείναμε στην τριάδα… Το πρώτο παιχνίδι που παίξαμε στην έδρα μας με τον Ολυμπιακό… Με τις γνώσεις που είχα τότε από το ευρωπαϊκό μπάσκετ, μια ομάδα με τον Καστρινάκη, τον Γιατζόγλου και άλλους, ο Ολυμπιακός, είχε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είπα τότε στον καθηγητή Νίκολιτς “πρόσεξε, αυτοί μπορούν να παίξουν καλά στην Ευρώπη”. Εγώ είχα στον Άρη τον πιο νέο παίκτη στην ιστορία της ελληνικής λίγκας, τον Μιχάλη Ρωμανίδη. Σε ηλικία 15 ετών τον έβαλα εναντίον του Καστρινάκη. Μου είπε ο έφορος αν κέρδιζα το ματς θα είχα ένα δώρο από εκείνον. Κερδίσαμε το παιχνίδι. Ο Γκάλης ήταν τρομερός. Ήταν το κάτι άλλο. Όπως ήταν ο Στηβ Γιατζόγλου, ο Τάκης Κορωναίος και άλλοι. Ο Γκάλης τους έκανε ενα τελειώνουν άποντοι. Ήταν ένας φοβερός αρχηγός. Περάσαμε. Δεν θέλω να ανοίξω το θέμα τι έγινε την επόμενη μέρα. Μου έστειλαν μια πολυθρόνα μπαμπού. Την έχω ακόμα, ενθύμιο, ύστερα από τόσα χρόνια».
Για την σχέση του με τον Νίκο Γκάλη: “Ήταν πολύ καλές οι σχέσεις μας. Πιστεύω δεν θα γίνω θόρυβος με αυτό που θα πω. Οι άνθρωποι του Άρη αποφάσισαν ότι η ομάδα δεν πρέπει να πάρει το πρωτάθλημα, αυτοί ξέρουν, τη σεζόν 1981-1982. Δεν ήταν θέμα του Ίβκοβιτς και των παικτών. Γιατί ο Άρης δεν πήρε το πρωτάθλημα; Ξέρεις; Είναι απορία πολλών;
Η σχέση μου και τότε ήταν ιδανική με εκείνον. Ο Γκάλης μου είχε πει “κόουτς, εσύ είπες για εμένα αυτά”. Είχε δημιουργηθεί θέμα. Τώρα λένε οι παίκτες πως αν έπαιρνε ο Άρης αυτό το πρωτάθλημα θα είχε εμείνει η ίδια διοίκηση. Όχι ο Ίβκοβιτς, είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου. Έκανα ό,τι μπορούσα στον Άρη. Προώθησα κάποια νέα παιδιά. Δεν ήξερα για τα προβλήματα που υπήρχαν. Άκουσα τους ανθρώπους που είχαν φτιάξει αυτό το κλίμα. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται από πίσω.
Και με τον Άρη και με τον Γκάλη χωρίσαμε σαν φίλοι. Δεν είχα πρόβλημα. Αν κάποιος θέλει να πει ότι είχα πρόβλημα με τον Γκάλη, αυτό δεν είναι αλήθεια. Μου είπαν πιο πολύ εδώ στην Ελλάδα ότι δεν τα πάω καλά με τις βεντέτες. Τα πάω πολύ καλά. Από τον καλύτερο παίκτη, όχι επειδή είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος, ζητάω να δίνει τα περισσότερα. Χωρίς “είμαι κουρασμένος”. Μπορεί να υπάρχει κάποια κόντρα μέσα στη σεζόν, στο τέλος όμως είμαστε όλοι κερδισμένοι”.
Για τη συνέχεια: “Δέχθηκα την πρόταση της Ραντνίτσκι. Ήμουν εκεί τη διετία 1982-1984. Μετά πήγα στην Κροατία, όταν ο Πέτροβιτς είχε πάει στην Τσιμπόνα. Πάλι είχα ένα χάος. Φτιάξαμε μια καλή ομάδα. Μετά, το 1987 με διάλεξαν στην εθνική Ανδρών”.
Για τον Ντράζεν Πέτροβιτς: “Με πολύ λίγα λόγια, ήταν μια οικογένεια και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Αλεξάντερ, ήταν πολύ μεγάλος παίκτης. Αυτός πρώτος έφυγε. Η πόλη αυτή έδωσε πολλά ταλέντα. Ο Ντράζεν ήταν ένα μεγάλο ταλέντο. Είχε φοβερή αίσθηση για το μπάσκετ. Φοβερός σουτέρ. Αγαπούσε την μπάλα πολύ. Ο Μότσαρτ ήταν άλλο, συμφωνίες. Ο Ντράζεν ήταν φοβερός δουλευτεράς. Αυτό που ξέρω προσωπικά είναι όταν ξεκίνησε μικρός, αν το σχολείο άρχιζε στις 8, αυτός πήγαινε στο γήπεδο 6.30-7.30. Ήθελε να συνεχίζει την δουλειά. Τότε διάβασα στη Ρωσία που παίξαμε με την Αγία Πετρόπουλος… Οι Ρώσοι στο φτιάξιμο παικτών είχαν πάντα μοντέλα. Όταν έφτιαξαν τον Σαμπόνις είχαν μοντέλο τον Τσόσιτς. Ο Ντράζεν ήταν ένα φοβερό ταλέντο. Είχε και ταλέντο στη δουλειά. Δεν αρκεί μόνο το πρώτο”.
Για το αν ήταν ο κορυφαίος όλων ο Ντράζεν: «Δεν μπορώ να το πω. Είχα τόσους “χρυσούς” παίκτες. Δεν μπορώ να διαλέξω έναν. Είναι όλοι παιδιά μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω”.
“Αν η ομάδα έμενε ίδια, θα κερδίζαμε την Dream Team”
Για την Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας: “Ήμουν πανέτοιμος. Εγώ πιστεύω πως λίγοι θα ξεκινούσαν έτσι. Θα πω μία ιστορία. Όταν αποφάσισε η ομοσπονδία να είμαι προπονητής της Εθνικής, μετά το Παγκόσμιο του 1986, η ομάδα της Γιουγκοσλαβίας δεν έγινε αποδεκτή από τον κόσμο. Υπήρχαν φωνές εναντίον όλων. Σε ένα χριστουγεννιάτικο τουρνουά, ο κόσμος μας αποδοκίμαζε πάρα πολύ. Πολύ εχθρική ατμόσφαιρα. Υπήρχαν κάποια στημένα παραμύθια από το 1986 για τα αδέρφια Πέτροβιτς. Ήταν όλα ψέματα. Εγώ έπρεπε να βρω πώς θα συνεχίσω με αυτή την ομάδα. Αποφάσισα πρώτον να μην πάρω τον Αλεξάνταρ Πέτροβιτς στη λίστα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988. Το δεύτερο είχε να κάνει με τον Γκρμποβιτς. Ήξερα πως έχω πολλά ταλέντα πίσω του. Ο Νόβοσελ μού είπε πως ο Πέτροβιτς θα έπρεπε να είναι σίγουρη επιλογή από τον πάγκο και ο Γκρμποβιτς είναι το καλύτερο 3άρι σε όλη την Ευρώπη. Εγώ τους είπα ότι επιμένω. Περίμενα 2-3 μέρες τη δημοσίευση τη λίστα και πήρα τον πρόεδρο να ρωτήσω τι συμβαίνει. Τούς είπα πως θα γίνει μία ομάδα που θα μείνει για χρόνια ως κορμός. Ο Ντράζεν δεν με ρώτησε ποτέ για τον αδερφό του και γιατί δεν τον πήρε. Η ομάδα ξεκινάει και ήταν αγαπητή σε όλο τον κόσμο. Έπαιξε πιο σύγχρονο, πιο μοντέρνο μπάσκετ.
Είναι δύσκολο μετά τον πόλεμο να είσαι στρατηγός. Εγώ ήμουν σίγουρος πως αν αυτή η ομάδα παρέμενε και έπαιζε με την Dream Team το 1992, θα κέρδιζε. Έτσι αισθάνομαι εγώ. Μία χρονιά ξεκίνησαμε από εδώ την προετοιμασία μας, από τη Θεσσαλονίκη. Μετά κατεβήκαμε στην Αθήνα, το 1992 πριν από την Ολυμπιάδα, να παίξουμε κάποια φιλικά. Δοκιμάζαμε κάποια σχήματα. Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο «Πανόραμα» και έπρεπε να βγάλω τη 12άδα, αλλά ένιωσα έναν κόμπο. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της προπονητικής μου καριέρας”.
“Ο ΠΑΟΚ άξιζε να είναι η πρώτη, ελληνική ομάδα με Πρωταθλητριών”
Για το πέρασμα από τον ΠΑΟΚ: “Εγώ προσωπικά μετά τον Άρη δεν σκέφτηκα ποτέ να φύγω από την χώρα μου. Όμως ήρθαν οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ και συμφωνήσαμε. Έτσι ξεκίνησε μία μεγάλη προσπάθεια, μία οργανωμένη δουλειά. Η ομάδα δεν είναι μόνοι οι παίκτες και η διοίκηση, αλλά και οι φίλαθλοι που ήταν εξαιρετικά στον ΠΑΟΚ. Το 93′ ο στόχος μας ήταν και το Πανευρωπαϊκό και αν το είχαμε πάρει δεν θα είχαμε κανένα παράπονο. Πιστεύω πως ο ΠΑΟΚ, με το μπάσκετ που έπαιζε, άξιζε να είναι η πρώτη ελληνική ομάδα με Πρωταθλητριών. Δυστύχως, όμως αυτό το Final Four της Αθήνας χάλασε τη χημεία της ομάδας.
Δεν είχα δει ξανά αυτό το παιχνίδι με την Μπενετόν. Χάσαμε όλη τη χημεία έπειτα από αυτό. Έγιναν γρήγορα τρία φάουλ από τον Φασούλα. Εγώ έβαλα τον Μπουντούρη που ήταν ο καλύτερος αμυντικός της ομάδας. Ο Μπάνε με τον Κόρφα έπαιξαν παραπάνω λεπτά και στο τέλος κάναμε σκόπιμα κάποια φάουλ στο Ρουσκόνι. Αυτός έβαλε τις βολές, ο Μπάνε δεν έβαλε κάποιες”.
Για τη σχέση του με τον Παναγιώτη Φασούλα: “Εγώ από την προπονητική πλευρά έλεγα, γιατί δεν βγήκε κάτι. Τότε έπρεπε να αποφασίζω για την 10αδα κάθε αγώνα. Αποφάσισα να βγάλω τον Κουκλάκη, γιατί δεν είχαμε τον Τσέκο, και έβαλα μέσα έναν νεαρό, τον Βαλαβανίδη. Το είπα και στον Μπάνε πως μόνο ένας παίκτης βγήκε μπροστά και πήρε την ευθύνη. Ο Τζον Κόρφας. Τώρα να πούμε κάτι για το Φασούλα; Όλα είναι αλήθεια. Όταν κερδίζει η ομάδα, κερδίζουν οι παίκτες. Όταν χάνει η ομάδα, χάνει ο προπονητής. Με τον Φασούλα δεν έχω κανένα πρόβλημα, είχα πολύ καλή σχέση και με τους γονείς του”.
Για το λόγο που είχε φύγει από τον ΠΑΟΚ: “Όταν το γυαλί ραγίζει, δεν κολλά ποτέ. Για μένα, χάλασε μία ισόρροπία στην επικοινωνία. Εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Εγώ πάντα έχω επικοινωνία με τον πρόεδρο. Αλλά το γυαλί ράγισε”.
Για την ιστορία με την coca cola και τον Λέβινγκστον: “Είχε έρθει ένας παίκτης, ενώ ψάχναμε έναν παίκτη για το “3”. Είχε έρθει ο Κλιφ με τα δαχτυλίδια από τους Μπουλς. Η ομάδα αμέσως έχασε την ισορροπία της. Χάσαμε 26 πόντους από το Περιστέρι. Εγώ έλεγα πως πίνουν όλοι φυσικούς χυμούς, αλλά εκείνον coca cola. Tην επόμενη μέρα, τον πλησίασα και του είπα: “είσαι πολύ καλός παίκτης. Εγώ είπα στη διοίκηση να πάρεις 3 βδομάδες άδεια, για να ηρεμήσεις και να καταλάβεις τι σημαίνει ευρωπαϊκό μπάσκετ”. Αυτός σηκώθηκε και έφυγε. Το βράδυ ήρθε ο κύριος πρόεδρος με τον κύριο Πανελούδη. Ο ίδιος μου είπε: “Ντούντα, βοήθησε με. Είμαι μπροστά στην προσωπική και ομαδική καταστροφή. Κράτα τον τουλάχιστον στον πάγκο”. Του λέω “φίλε, εγώ δεν το κάνω για τον εαυτό μου, αλλά για εσένα”. Ο Λέβινγκτον επέστρεψε τελικά από τις ΗΠΑ και έγινε το καλύτερο 4άρι στην Ευρώπη”.
“Επαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη ο Πανιώνιος”
Για τον Πανιώνιο, την έξοδό του στην Ευρωλίγκα και τον Φάνη Χριστοδούλου: “Στον Πανιώνιο ήθελαν το πρωτάθλημα. Τους είπα πως δεν ήταν θέμα. Τότε δεν είχα μάνατζερ. Εβαλα κάποιους όρους δύσκολους για να μην δεχτούν, αλλά δέχθηκαν. Ελεγαν πως ήθελαν το πρωτάθλημα, αλλά με ξεγέλασαν και μου είπαν ψέματα. Εφυγαν οι παίκτες και ξεκινήσαμε από το μηδέν. Στον Πανιώνιο πετύχαμε να παίξουμε ένα φοβερό παιχνίδι. Με τα νέα παιδιά βελτιώθηκε η ομάδα πάρα πολύ. Προπονητές του ΝΒΑ που ταξίδεψαν στην Ευρώπη μου είπαν πως «ο Πανιώνιος έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη. Ο Φάνης ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Μόνο μία φορά όταν έχασε την όρεξη για το μπάσκετ ήταν υπέρβαρος. Τον συμβούλεψα να πάει σε ένα κέντρο και να χάσει τα κιλά για μην τραυματιστεί. Μου είπε “κόουτς, εγώ θα παίξω”. Στην Ευρώπη αποκλείσαμε τον ΠΑΟΚ. Μας περίμεναν τρία παιδιά με φωτοβολίδες και μου είπαν «κ. Ιβκοβιτς σας ευχαριστούμε που μας βοηθήσατε να γίνουμε μάγκες”. Τότε όλη η ομάδα ήταν απλήρωτη. Μέχρι να πληρωθεί η ομάδα δεν άφηνα κανένα να μπει στην προπόνηση. Παίξαμε για την φανέλα”
“Πανάξια το ευρωπαϊκό με τον Ολυμπιακό, έπρεπε να μείνει ο Ρίβερς”
Για τον Ολυμπιακό το 1997: «Δεχθήκαμε πολύ μεγάλη κριτική. Δεν λέω αν ήταν μέσα ή έξω από την ομάδα. Πάντα μένουν φιλίες. Με τον κ. Σωκράτη (σ.σ. Κόκκαλη) είχαμε από τις καλύτερες φιλίες. Δεν με νοιάζουν οι ήττες από τον ΒΑΟ και την Αλμπα. Το πιο κρίσιμο παιχνίδι ήταν στη Μόσχα τα Χριστούγεννα. Για να περάσουμε στα πλέι οφ με μειονέκτημα έδρας έπρεπε να κερδίσουμε στη Μόσχα την ΤΣΣΚΑ. Νικήσαμε και μετά κερδίσαμε και τον Παναθηναϊκό με έναν ξένο και μειονέκτημα έδρας και κατακτήσαμε το ευρωπαϊκό απόλυτα δίκαια».
Για τη μη ανανέωση του συμβολαίου του Ντέιβιντ Ρίβερς: “Για τον Ρίβερς έγραφαν πως έπρεπε να φύγει. Ο Ρίβερς κατέκτησε όλα τα τρόπαια. Ο πρόεδρος με ρώτησε για τον Ρίβερς και αν θέλω να συνεχίσει. Επρεπε να συνεχίσει με αμοιβές σαν των καλύτερων παικτών στην Ευρώπη. Εκεί έγινε ένα λάθος. Βγήκε μια φήμη πως η πρόταση ήταν 24ώρη. Ο Ντέιβιντ ήθελε να μείνει, αλλά όλα τα τηλέφωνα ήταν κλειστά. Ο πρόεδρος μετά μου είπε να αναλάβω εγώ. Θυμάμαι πως τον Ιούλιο του 1997 με πήρε ο ίδιος και μου είπε “κόουτς, έχω μπροστά ένα συμβόλαιο με την Μπολόνια. Είναι δύσκολη απόφαση, αλλά υπογράφω. Δεν έχω επικονωνία”. Αν έμενε ο Ρίβερς, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά… Η ομάδα στη συνέχεια έπαιξε πιο ποιοτικό μπάσκετ, αλλά η ομάδα δεν είχε έναν παίκτη με το πνεύμα νικητή που είχε ο Ρίβερς. Χάλασε η χημεία. Ο Ντέιβιντ επέστρεψε ύστερα από δύο χρόνια, αλλά ήταν αργά. Δεν κάνω κριτική”.
Για την σχέση του με τον Σωκράτη Κόκκαλη: “Είχαμε μία πολύ ισχυρή φιλία και πνευματική επικοινωνία… Μόνο ο προπονητής ξέρει πότε πρέπει να φεύγει. Το ήξερα. Μου είπε πως μπορώ να μείνω στον Ολυμπιακό, όσο θέλω και να μην πιστεύω αυτά που ακούγονται για τον Ιωαννίδη. “Ολοκλήρωσα ένα κύκλο και πρέπει να φύγω”, του είπα. Επειτα από λίγες ημέρες του είπα πως δεν άλλαξα απόφαση. Με συνόδευσε ως το ασανσέρ και δακρυσμένος με αγκάλιασε”.
Η κούπα με την ΑΕΚ
Για την ΑΕΚ: “Μετά τον Ολυμπιακό ήρθε η πρόταση της ΑΕΚ. Το πιο σημαντικό για εμένα είναι το τι έμεινε μετά. Χτίσαμε μια νεανική ομάδα. Υπήρχε ο Ντικούδης, ο Ζήσης που τον πήραμε 17 ετών. Ηξερα πως στο καθοριστικό παιχνίδι με την Μπενετόν, έπρεπε να το κερδίσω με τον Ζήση και όχι τον Χατζή. Πήραμε ένα Σαπόρτα έπειτα από το ευρωπαϊκό του 1968. Κερδίσαμε την Κίντερ Μπολόνια του Ντανίλοβιτς και του Μεσίνα. Η δουλειά μας ήταν πολύ επιτυχημένη και μπορούσαμε να πάρουμε και το πρωτάθλημα. Ο Σάκοτα μου είπε “κόουτς τα βρήκα όλα έτοιμα”. Στις περισσότερες φορές βρήκα ένα χάος και αφήνω την ομάδα με βάσεις. Αυτό το λένε άλλοι, όχι εγώ
Για την ΤΣΣΚΑ: “Ο Παπαλουκάς είχε μία πρόταση από την Ιταλία. Είχε πρόβλημα με το συμβόλαιό του με τον Ολυμπιακό. Ο μάνατζερ Βασίλης Ευαγγελινός του είπε να πάω στη Ρωσία παρότι η μητέρα του τού έλεγε πως εκεί πέφτουν αεροπλάνα. Η καριέρα του, όπως και του Χατζηβρέττα, εκτοξεύθηκε. Εγώ είπα στον Ζέλικο να πάρει τον Χατζηβρέττα. Στην Ρωσία λένε πως μέχρι να πάω εγώ το μπάσκετ ήταν πολύ χαμηλό. Το πρόγραμμα της τριετίας όριζε να πάρουμε το φάιναλ φορ στη Μόσχα. Υπήρχε πολύ μεγάλη πίεση. Στον ημιτελικό με την Ταουγκρές χάσαμε 17 βολές κι εναντίον μας είχαμε μία ομάδα που την είχαμε κερδίσει 6 συνεχόμενες φορές με παίκτες, όπως τον Καλντερόν, τον Πριτζιόνι, τον Ματσιγιάουσκας, τον Ομπέρτο, τον Σκόλα και τον Νοτσιόνι. Εμειναν… χρέη εξαιτίας της πίεσης”.
Το έπος της Πόλης
Για την δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό: “Πρώτα από όλα δεν πρέπει να μιλάμε για ένα παιχνίδι. Στη φιλοσοφία δεν ήθελα να ξαναγυρνάω στην ίδια ομάδα. Πρώτη φορά έγινε με τον Ολυμπιακό. Ισως ήταν θέλημα Θεού να γυρίσω. Μιλήσαμε με τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο στο σπίτι μου για τον Ολυμπιακό. Τον πρώτο χρόνο είχα μία πολύ καλή ομάδα. Να γυρίσει από το -19 μπορεί να γίνει ένα στα εκατό. Δεν ήταν τυχαίο, όμως. Τον πρώτο χρόνο αποκλειστήκαμε από την Σιένα με παίκτες που ίσως να μην υπάρξουν ξανά στην ιστορία. Είχαμε παίκτες, όπως ο Σπανούλης, ο Παπαλουκάς και ο Τεόντοσιτς, αλλά μάλλον δεν υπήρχαν αρκετές μπάλες.
Το καλοκαίρι τα αδέρφια ήθελαν να φύγουν κι έπρεπε να φτιάξω μία ομάδα με πολύ χαμηλό μπάτζετ. Ο Σπανούλης είχε μεγάλο συμβόλαιο, αλλά με 4-5 εκ. έπρεπε να υπογράψουμε 11 παίκτες. Ως τον Δεκέμβριο δεν παίζαμε καλά. Πήραμε τον Λο και τον Ντόρσεϊ, αλλάξαμε την άμυνα και η ομάδα ρόλαρε. Παίξαμε πολύ καλό μπάσκετ. Κάναμε τρομερά παιχνίδια. Φτάσαμε στο φάιναλ φορ της Κωνσταντινούπολης. Εκεί δεν θέλω να ξεχάσω κάτι. Πριν παίξαμε πάλι με την Σιένα. Ολοι πρέπει να πουν ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στον Χάινς. Εγινε μόδα στην Ευρώπη οι αθλητικοί ψηλοί. Στον τελικό όλοι οι Αμερικανοί τελείωσαν άποντοι. Οταν παίζει η ομάδα όμως, δεν έχει σημασία ο πρώτος σκόρερ. Ο Σπανούλης είναι ο καλύτερος ηγέτης στον κόσμο”.