Μετά τον Δημήτρη Διαμαντίδη, ακόμα ένας κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας αποφάσισε να “κρεμάσει” τη φανέλα του το προσεχές καλοκαίρι και να βάλει τέλος στην πλούσια καριέρα του. Ο λόγος για τον Μιχάλη Κακιούζη, τον εμβληματικό αρχηγό της Εθνικής ομάδας, ο οποίος μετά από 21 χρόνια, θα αποχωρήσει από τη δράση.
Ο πολύπειρος φόργουορντ του Φάρου Κερατσινίου ανακοίνωσε επίσημα την απόφασή του, μέσα από ένα συγκινητικό μήνυμα στην προσωπική του σελίδα στο facebook.
Το γεγονός πως θα αποχωρήσει από την δράση, δεν σημαίνει πως θα σταματήσει να ασχολείται με το μπάσκετ, καθώς θα συνεχίσει να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη από άλλο πόστο.
Στο μήνυμά του, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στην αγαπημένη του ΑΕΚ, καθώς και στις μεγάλες διακρίσεις με την Εθνική Εφήβων (Παγκόσμιος πρωταθλητής το 1995) και με την Εθνική Ανδρών, με την οποία ανέβηκε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου στο Ευρωμπάσκετ του 2005, αλλά και στη δεύτερο του κόσμου στο Μουντομπάσκετ του 2006.
Αναλυτικά:
“Φεύγω …”
“Αυτός που έχει τη συνήθεια να ταξιδεύει, ξέρει να φτάνει πάντα τη στιγμή που πρέπει να φύγει”.
21 χρόνια επαγγελματικής διαδρομής. Έχοντας πλήρη επίγνωση των συνθηκών ανακοινώνω, ότι έφτασε η στιγμή ν’ αποχωρήσω. Φεύγω στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου από τη μάχιμη δραστηριότητα ως αθλητής. Διότι στη μάχιμη δραστηριότητα από άλλο πόστο θα παραμείνω. Αυτό επιβάλλει μια ανώτερη εσωτερική ανάγκη. Αυτό υπαγορεύει η φυσική νομοτέλεια της ζωής.
21 χρόνια επαγγελματικής διαδρομής, ή περισσότερα από 30 αν συνυπολογίσει κανείς τη στιγμή, που βρέθηκα με μια μπάλα στα χέρια όντας αθλητής στα Τμήματα Υποδομής του Ιωνικού στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδωσα και την ψυχή μου. Σε ένα μεγάλο ταξίδι, που είχε κυρίως μπουνάτσες, αλλά και φουρτούνες. Που είχε τίτλους. Που είχε και ατυχίες.
Εκτιμώ, ότι ο Φάρος αποτελεί και σημειολογικά για μένα το τελευταίο λιμάνι της καριέρας μου. Το πρώτο, στην ΑΕΚ της καρδιάς μου, σαν να ήταν χθες. Τότε, που μου έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια. Καλοκαίρι του 1994. Ο κυρ-Χρήστος (ο πατέρας μου) με έπαιρνε από καρτοτηλέφωνο στην οδό Τρυπιά για να μου
“ανακοινώσει” ότι έκλεισα στη “Βασίλισσα”. Εγώ σπίτι. Δεν άντεξα. Έκλαψα. Από χαρά. Στην ΑΕΚ έκλαψα και στη συνέχεια. Βίωσα και προδοσία και πίκρα. Τα άφησα όμως πίσω. Οικογένειά μου είναι. Το “3-2” επί του Ολυμπιακού. Βαρκελώνη. Λωζάννη. Αλησμόνητα.
Ένιωσα την πρώτη μεγάλη ικανοποίηση ανεβαίνοντας στο ψηλότερο βάθρο του Κόσμου με την Εθνική Εφήβων, το 1995, όταν αμούστακα παιδιά ακόμα νιώσαμε ανατριχίλα από χιλιάδες κόσμου στο ΟΑΚΑ. Όταν ως αρχηγός της Εθνικής σήκωσα το 2005 το τιμημένο, στο Ευρωπαϊκό του Βελιγραδίου ένιωσα την απόλυτη ικανοποίηση, όταν έβαλα και το δικό μου λιθαράκι μαζί με τους συμπαίκτες μου ώστε να διατηρηθεί η “επίσημη αγαπημένη” στο υψηλότερο επίπεδο.
Ένιωσα ικανοποίηση και το 2006 στη Σαϊτάμα στη νίκη σαν παγκόσμιος τίτλος επί των ΗΠΑ, αλλά και ανείπωτη στενοχώρια μετά την ήττα στον Τελικό με Ισπανία. Καθεμιά ομάδα απ’ όσες αγωνίστηκα, σε Ελλάδα ή εξωτερικό, ήταν για μένα σημαντική, και είμαι υποχρεωμένος να ευχαριστήσω όλους όσοι μου έδωσαν την ευκαιρία να προσφέρω. Υπήρξαν και άνθρωποι τους οποίους στενοχώρησα, με πράξεις ή λόγια μου. Είναι εγωιστικό, αλλά ζητώ να με συγχωρέσουν ή κατανοήσουν.
Ευχαριστώ τους προπονητές, που συνέβαλαν στην αγωνιστική μου ανέλιξη. Ευχαριστώ τους συμπαίκτες μου. Ευχαριστώ τους φιλάθλους, που με στήριξαν σε όλη αυτή τη διαδρομή. Ευχαριστώ τους εκπροσώπους του Τύπου, οι οποίοι τις περισσότερες φορές υπήρξαν γενναιόδωροι μαζί μου. Ευχαριστώ την οικογένειά μου για την στήριξη διαρκείας. Ευχαριστώ και τον Θεό, διότι με αξίωσε να είμαι γερός και μου έδωσε απλόχερα όλες αυτές τις χαρές, αλλά κυρίως επειδή τα παιδιά μου με είδαν να αγωνίζομαι.
Ένα άλλο ταξίδι στον μαγικό κόσμο του αθλήματος, που όλοι αγαπάμε, θα αρχίσει από το καλοκαίρι του 2016.
Προχωράμε…
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ”.