Ο πρώτος “τελικός” ήταν “πράσινος“. Όπως και πέρυσι (αλλά με λιγότερη γκρίνια από τους “ερυθρόλευκους“). Άδειες και πάλι οι εξέδρες, ανέτοιμες οι ομάδες, κακό παιχνίδι και εξαιρετικά δύσκολη η εξαγωγή συμπερασμάτων. Ό,τι είδαμε απόψε, μπορεί να ανατραπεί αύριο, καθώς οι παίκτες έπαιζαν περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με το σύστημα, τη συνεργασία, τον τρόπο που οι προπονητές θέλουν να διδάξουν.
Ο Γιάνκοβιτς ήταν ο παίκτης που άλλαξε τα δεδομένα, ο Φελντέιν αυτός που ήταν καλύτερος σε διάρκεια, ο Πάβλοβιτς έδειξε πολύ καλά στοιχεία. Ο Διαμαντίδης έπαιξε με την εμπειρία του, πετυχαίνοντας 13/16 πόντους από τη γραμμή του φάουλ. Αντίθετα, ο Ραντούλιτσα με τον Κούζμιτς ήταν εκτός τόπου και χρόνου και στις δύο πλευρές του γηπέδου.
Ο Γκιστ μπορεί να μην ήταν καλός στην επίθεση, στην άμυνα όμως ήταν εξαιρετικός κι οι “πράσινοι” ό,τι καλό έκαναν, το έκαναν με αυτόν “5άρι“. Από τη μια έδειξε πόσο έλειψε πέρυσι, από την άλλη πιστοποιεί αυτό που πολλοί περιμένουμε, να είναι αυτός που θα παίζει στο βάθος της ρακέτας.
Ο Τζόρτζεβιτς “έκλεισε” το ρόστερ, πήγε με τους εννέα και άφησε τους “μικρούς” (Χαραλαμπόπουλο, Παπαγιάννη και Λούντζη) να βλέπουν από τον πάγκο. Εξ αποτελέσματος δικαιώθηκε, αν και με την παρουσία των ψηλών, δεν μπορώ να σκεφτώ πόσο χειρότερος μπορούσε να είναι ο Παπαγιάννης.
Ο Σπανούλης ήταν με απόσταση ο χειρότερος παίκτης του Ολυμπιακού. Έχει ξανασυμβεί και προφανώς θα συμβεί και στο μέλλον, σε ματς που τον έχει ανάγκη η ομάδα του να μην είναι σε θέση να βοηθήσει. Άλλα ματς θα τα πάρει με την προσωπικότητα και το ταλέντο του. Αυτή είναι η ζωή των “μεγάλων” παικτών.
Από εκεί και πέρα, ο Χάκετ έδειξε ότι μπορεί να βοηθήσει την ομάδα του. Έχει εντελώς διαφορετικά στοιχεία από τον Σλούκα και παρότι στην επίθεση ήταν διστακτικός και αρκετές φορές μπλέχτηκε, έδειξε τη στόφα του. Ήταν ο καλύτερος πίσω από τον Πρίντεζη (σταθερή αξία).
Ο Στρόμπερι βγάζει πολλή ενέργεια και θα δώσει λύσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Βεβαίως, δεν έχει τρίποντο, σημείο που ο Ολυμπιακός γενικά μοιάζει να έχει θέμα, όχι επειδή σούταρε 5/30, αλλά επειδή κανείς δεν είναι κλασικός τρίποντος σουτέρ.
Ο Μιλουντίνοφ δεν ήταν τίποτα παραπάνω ή παρακάτω από… τρίτος ψηλός, ενώ ο Γιανγκ γεμίζει τη ρακέτα, αλλά με την αδυναμία του στις ελεύθερες βολές θα “σημαδεύεται” εύκολα από τους αντιπάλους.
Ο Σφαιρόπουλος πήρε περισσότερα ρίσκα. Έπαιξε και με τους 12, έδωσε ρόλο στον Αθηναίου, εμπιστεύτηκε τους Αγραβάνη και Παπαπέτρου, έβαλε στο παιχνίδι τον Τσαϊρέλη. Δεν δικαιώθηκε από το αποτέλεσμα, αλλά δεν ήταν κακό το κοουτσάρισμά του.
Όλα αυτά, είπαμε, δεν αποτελούν σταθερά στοιχεία, παρά μόνο ενδείξεις. Πολλά πράγματα θα αλλάξουν και στις δύο ομάδες. Αυτό που δεν αλλάζει είναι πως ο Παναθηναϊκός απέκτησε αβαντάζ για τον πρώτο (χρονικά) τίτλο και τώρα περιμένει τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ, με τον κόσμο στο πλευρό του, σ’ ένα ματς που θα είναι εντελώς διαφορετικό.