Διάβασα το… παράπονό σου, ότι “μου είπανε ότι είμαι Αλβανός και δεν έχω το δικαίωμα να μιλάω“. Απ’ όπου κι αν είσαι έχεις δικαίωμα να μιλάς κι όποιος επιχειρήσει να σου το στερήσει είναι απλά ρατσιστής (δηλαδή βλάκας). Με άγγιξαν τα λόγια σου… Είπες: “Εγώ πράγματι μεγάλωσα στην Αλβανία. Κι επειδή έζησα ό,τι γινόταν εκεί, αρνούμαι την αλβανοποίηση στην οποία οδηγείται η ελληνική κοινωνία.
Αρνούμαι τα παιδιά μας να στέκονται σε ουρές για 1 κιλό τυρί, ή 10 αυγά, ή 60 γραμμάρια κιμά (αμφιβόλου προελεύσεως) κάθε μήνα, με ένα κουπόνι στο χέρι όπως στάθηκα εγώ. Αρνούμαι να μεγαλώσουν με έναν Χότζα πάνω απ’ το κεφάλι τους και τον φόβο στην ψυχή τους. Επειδή ευτυχώς οι περισσότεροι από εσάς που με βρίζετε για προδοσίες και άλλου τέτοιου είδους ακρότητες, δεν το έχετε ζήσει, ελπίζω να το φαντάζεστε αλλά, να μην το ζήσετε ποτέ“.
Άκου Πύρρο. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα. Είμαι λίγο μεγαλύτερος (έξι χρόνια) από σένα και Χότζα δεν έζησα. Επειδή προέρχομαι από οικογένεια αγωνιστών, με τον παππού μου εξόριστο και τον πατέρα μου να παλεύει για τα δικαιώματα του εργάτη, φόβο δεν νιώσαμε στο σπίτι μας.
Άκου Πύρρο. Εγώ μεγάλωσα πηγαίνοντας στο Μινιόν τα Χριστούγεννα. Εσύ δεν το πρόλαβες. Οι περισσότερες από τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις έκλεισαν, προκειμένου να έρθουν ξένοι καπιταλιστές να εκμεταλλευτούν τον κόσμο της εργασίας. Όχι πως έχει διαφορά η εθνικότητα του αφεντικού, γιατί -κανονικά- αφεντικά έχουν μόνο οι σκύλοι.
Άκου Πύρρο. Εγώ τις μόνες ουρές που θυμάμαι ήταν όταν με πήγαινε η μητέρα μου να ψωνίσουμε παπούτσια στα πολυκαταστήματα και στην Ερμού. Από Έλληνες υποδηματοποιούς. Και ρούχα, όμορφα ρούχα. Με κλωστοϋφαντουργία ανεπτυγμένη στη χώρα και εξαγωγές.
Άκου Πύρρο. Είχαμε πάντα άφθονο φαγητό. Μας έστελναν και Θείοι από την Κω, που είχαν τα χωραφάκια τους. Καλά να είναι, τα έχουν ακόμα, αλλά η αγροτιά μας σταμάτησε να παράγει προϊόντα πρώτης ανάγκης, για να βγάζει τρούφες μανιτάρια, που χρειάζονται στα γκουρμέ εστιατόρια της Ευρώπης. Κι έρχονται αυτοί, μέσα από τα λόγια σου, να μας απειλήσουν ότι θα πεινάσουμε.
Άκου Πύρρο. Εγώ μεγάλωσα πηγαίνοντας βόλτα μέχρι τα Ναυπηγεία. Ήταν τρία χρόνια, αφότου έφερες εσύ το χρυσό από τη Βαρκελώνη, που τα έκλεισε ο Αντρέας, το κόμμα του οποίου υπηρετείς.
Άκου Πύρρο. Είχαμε κι εργοστάσιο ζάχαρης, αλλά αναγκαστήκαμε να κάνουμε εισαγωγή από τη Σερβία. Την ίδια Σερβία που βομβάρδιζαν οι Ευρωπαίοι φίλοι μας. Τώρα Πύρρο τη ζάχαρη τη φέρνουμε από τη Γερμανία. Της Μέρκελ.
Άκου Πύρρο. Όταν σηκώθηκες στη Βαρκελώνη και τραγούδησες (άτσαλα, αλλά δεν βαριέσαι, ποιος νοιάζεται) κλαίγοντας τον Εθνικό μας ύμνο, έκλαιγα στην εφημερίδα που δούλευα. Όταν σηκώθηκες στη Βουλή και φώναξες “ναι” στο μνημόνιο, χιλιάδες Έλληνες έκλαψαν. Όχι από περηφάνια Πύρρο, αλλά από καημό, γιατί έχασαν το βιος μιας ζωής, γιατί έκλεισε το μαγαζάκι τους, γιατί τους (ναι Πύρρο, εσύ) καταδίκασες στη φτώχεια.
Άκου Πύρρο. Όταν σου φώναξε ο Ιακώβου “κάτσε κάτω από την μπάρα” ανατρίχιασα. Γίγαντας έμοιαζες στα μάτια μου κι ας μας χωρίζουν αρκετοί πόντοι στο ύψος. Όταν ψέλλιζες “ναι” στο μνημόνιο έμοιαζες (πολιτικά) νάνος κι αναζητούσα τον γίγαντα. Πού ήταν αυτός κρυμμένος, γιατί δεν πετάχτηκε να σε σταματήσει;
Άκου Πύρρο. Είμαι σίγουρος ότι το κλάμα σου στον ΣΚΑΪ ήταν αληθινό. Είμαι σίγουρος ότι φοβάσαι για τα παιδιά σου/μας. Κι εγώ έχω δύο παιδιά. Δεν έχω τη δική σου οικονομική άνεση, αλλά δεν φοβάμαι για το μέλλον τους. Θα τη βρουν την άκρη τους. Γερά να είναι. Φοβάμαι μήπως όταν μεγαλώσουν λυγίσουν, τη στιγμή που θα πρέπει να πουν τα δικά τους ΟΧΙ, να οικοδομήσουν τα δικά τους Πολυτεχνεία, όταν θα σταθούν απέναντι στην εξουσία, να φάνε χημικά στη μούρη.
Άκου Πύρρο. Όταν έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, η γυναίκα μου ήταν έγκυος στη μεγάλη μας κόρη. Όταν αργότερα είδαμε μαζί το DVD της τελετής έναρξης, προσπαθούσα να της μάθω (της κόρης μου) ποιοι ήσασταν εσείς με τη Φλόγα.
Της μιλούσα για τα κατορθώματά σας κι αν ακολουθήσει τον δρόμο του αθλητισμού, θα ήμουν περήφανος αν πετύχαινε το 1/1000 όσων εσύ πέτυχες. Αν πάλι θελήσει να ασχοληθεί με την πολιτική θα της πω “τον βλέπεις αυτόν; Κοίτα να μην γίνεις έτσι“.
Άκου Πύρρο. Η πείνα παλεύεται. Αυτή η χώρα, όπως και η Αλβανία, έχει αντέξει. Έχει πολεμήσει, έχει μεγαλουργήσει. Ήταν ενωμένη απέναντι στην πείνα κι αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του ΕΑΜ. Ότι οργάνωσε τον λαό, ότι περιόρισε το φαινόμενο των θανάτων από την πείνα στην Κατοχή. Και τότε ΟΧΙ είπαμε, Πύρρο. Και δεν ήταν μόνο κομμουνιστές στο ΕΑΜ, Πύρρο. Η πείνα αντέχεται, η υποταγή δεν υποφέρεται.
Αν με ρωτάς αν προτιμώ να πεινάσω, ή να γίνω γιουσουφάκι των Ευρωπαίων, σου λέω με βεβαιότητα ότι θα πεινάσω, αλλά θα τους στείλω στον διάολο. Κι αυτούς κι όσους τους υπηρέτησαν.
Ως αθλητή θα σε τιμώ για πάντα. Μας έκανες να νιώσουμε περήφανοι που είμαστε Έλληνες. Κι όταν χαμογέλαγες την ώρα που σήκωνες τα βάρη, όταν γύριζες αριστερά και δεξιά το κεφάλι, αναρωτιόμουν “πόσα κιλά, Θεέ μου“. Και δεν εννοούσα αυτά που είχες στην μπάρα, αλλά αυτά που κουβαλούσες πάνω σου.
Ως πολιτικό θα σε φτύνω. Γιατί υπέγραψες την καταδίκη όσων σε λάτρεψαν. Και θα αναρωτιέμαι μια ζωή, αν τα… καλαμπαλίκια τα άφησες στο ταπί, ή αν στα έκοψαν οι σύντροφοί σου. Ελπίζω μια φορά στη ζωή σου να αναρωτηθείς αν άξιζε τον κόπο…