Δεν χρειάζεται συστάσεις. Τον γνωρίζετε από την κοινή μας θητεία στο παλιό ηλεκτρονικό μετερίζι, από τις πάντα εύστοχες τοποθετήσεις του, αλλά και από τον εκπληκτικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα. Μας τιμά κι εδώ.
Το σχόλιο του είναι και πάλι εντυπωσιακό, αλλά και το μήνυμα προς εμάς εντυπωσιακότερο. Το δημοσιεύουμε (όχι το σχόλιο, αυτό ήταν δεδομένο), αλλά και το μήνυμα, σημειώνοντας απλά: Σ’ εμάς έλειψες πολύ, αλλά στους αναγνώστες μας περισσότερο.
Καλώς ήρθες, αν και ήσουν πάντα εδώ…
Το μήνυμα
“Κύριε Κογκαλίδη σας χαιρετώ,
Μετά από αρκετό καιρό, και μάλιστα στο νέο σας σπίτι, ξαναζητώ τη φιλοξενία σας για ένα σχόλιο μου. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας ευχηθώ καλή επιτυχία και τα τοιαύτα. Το μόνο που θα ήθελα να πω, είναι πως όταν οι ηλεκτρονικές σελίδες γεμίζουν από το μεράκι, την καρδιά, τις νέες ιδέες και την πένα ενός δημοσιογράφου, τότε δεν τους χρειάζεται καμιά τύχη για να για να επιτύχουν. Κι εγώ, για όλα αυτά, συνεχίζω να νοιώθω σαν το σπίτι μου“.
Το σχόλιο
Διακόσιες ογδόντα επτά μέρες πέρασαν από τις 18 Φεβρουαρίου, ημέρα που οι συνάδελφοι διαιτητές εξέλεξαν την νέα διοίκησης τους. Τόσες είναι και οι μέρες της σιωπής μου, παρά τα όσα συμβαίνουν.
Το προφίλ των ατόμων που συμμετέχουν σ’ αυτήν τη διοίκηση, και κατ’ επέκταση τις δυνατότητές της, τις είχα περιγράψει πολύ πριν τις εκλογές. Πάντα, όμως, είχα την ελπίδα, ότι οι κύριοι αυτοί της νέας ηγεσίας, που με την εκλογή τους γέμισαν τις βαλίτσες τους με τις ιδιοτελείς φιλοδοξίες τους, θα έβρισκαν έστω κι ένα μικρό χώρο για να τοποθετήσουν σε αυτές, ένα μέρος από τις ανησυχίες, τις ανάγκες και τα “θέλω” των διαιτητών, που θα εκπροσωπούσαν.
Θα περίμενε κανείς πως, όσο περισσότερος χρόνος περνούσε, τόσο αυτή η διοίκηση θα βελτίωνε με την εμπειρία της την απόδοσή της και θα άλλαζε –έστω και στο επίπεδο που της επιτρεπόταν από τους ελεγκτές της– τις συνθήκες που επικρατούσαν παλαιότερα.
Συμβαίνει όμως το εξής παράδοξο: Κάθε μέρα που περνάει να είναι καλύτερη από αυτήν που έρχεται.
Οι αρχικές εξαγγελίες τους για πλήρη ενημέρωση των διαιτητών για όλες τις αποφάσεις -που υποστηρίχτηκαν για λίγο καιρό από το επίσημο site του Συνδέσμου- ξεχάστηκαν γρήγορα.
Ενώ οι υποσχέσεις για διαφάνεια και μια άλλη λογική στους ορισμούς των τουρνουά, με τη δημιουργία μιας επιτροπής με τους Νιγιάννη και Σταμάτη Μουζάκη κατέληξε μόνο στον Μουζάκη, που ορίζει (και δεν ξέρω για πόσο ακόμα).
Για βοήθεια, δε, εκλήθη και ο Θεολογίτης, που κάθε πρωί από τα γραφεία του συνδέσμου κάνει τις αλλαγές, παρουσία και του Άκελ, που βρίσκεται όλως τυχαίως εκεί και που -παρεμπιπτόντως- αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί με τον σύνδεσμο σε μια ενιαία λογική (ορισμοί ΕΣΚΑ – τουρνουά).
Αν συνδυάσουμε όλα αυτά, με το ότι μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κανένα επίσημο αριθμητικό στοιχείο για τη συμμετοχή των συναδέλφων διαιτητών στα τουρνουά, η έκφραση “επιστροφή στο παρελθόν” θα περιέγραφε ακριβώς την πραγματικότητα και το μόνο ίσως που θα έμενε να δούμε, θα ήταν και τον Βιδάλη να παίρνει ένα κομμάτι των ορισμών.
Όλα, όμως, τα προηγούμενα είναι πταίσματα μπροστά σε μια άλλη συμπεριφορά, που αναπτύχθηκε σχεδόν από το σύνολο των μελών του Δ.Σ.
Οι μη ενεργοί -και αναζητούντες την αποκατάστασή τους- διαιτητοπατέρες και οι κατασκευασμένες -από τους προστάτες τους- πρωτοκλασάτες μετριότητες της ελληνικής διαιτησίας της νέας ηγεσίας του ΣΕΔΚΑ, αποφάσισαν πως η ενασχόληση τους με τη διοίκηση του μεγαλύτερου συνδέσμου διαιτητών της χώρας, δεν αντιστοιχεί με το επίπεδό τους.
Ασκούν, πλέον, διοίκηση με αντιπροσώπους, βρίσκουν άλλους να ορίζουν, άλλους να ανοίγουν τα γραφεία, πληρώνουν αν χρειαστεί άλλους να κάνουν τις χαμαλοδουλειές των δηλώσεων ενέργειας και δεν ξέρω τί άλλο θα δούμε στο μέλλον. Δεν θα με ξένιζε αν μάθαινα πως και τις ανακοινώσεις του Δ.Σ. τις συντάσσουν άλλοι.
Αυτό θα μπορούσε να ήταν αποδεχτό, αν τους βοηθούσε να μεγαλώσουν τον χρόνο ενασχόλησης τους με πιο σοβαρά θέματα του συνδέσμου. Όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Οι κύριοι δεν είχαν ποτέ στις προσωπικές τους ατζέντες την επιθυμία να διοικήσουν τον ΣΕΔΚΑ. Η συμμετοχή τους στη διοίκηση, τους επιβλήθηκε από τα κέντρα εξουσίας που ο καθένας είχε προσδεθεί, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το κενό που άφησε η αποχώρηση της προηγούμενης διοίκησης.
Είναι σίγουρο πως κάποιοι θα με θεωρήσουν -τουλάχιστον- υπερβολικό, θα ήθελα όμως να ακούσω τη γνώμη τους στο γεγονός, πώς και με ποια λογική η διοίκηση του ΣΕΔΚΑ απέρριψε πρόταση της ΟΔΚΕ να έχει ο σύνδεσμος γνώμη για τους διαιτητές μέλη του, που έπρεπε να κοπούν και γιατί όχι και γι’ αυτούς που θα ανέβαιναν κατηγορία;
Οι συγκυρίες και οι αλλαγές στις ισορροπίες στα θεσμικά όργανα της ελληνικής διαιτησίας και, αν θέλετε, η αναγνώριση της αθηναϊκής διαιτησίας σαν ένα σημαντικό κομμάτι της, έδωσαν τη δυνατότητα στον σύνδεσμο να έχει γνώμη για ότι αφορούσε τα μέλη του.
Δυστυχώς, αυτή η ευκαιρία χάθηκε γιατί τα μέλη της Δ.Σ. δεν είχαν ποτέ τη διάθεση να διοικήσουν αυτόν τον χώρο και να αναλάβουν τις ευθύνες των επιλογών τους.
Αντίθετα, θεώρησαν την εκλογή σαν ένα υποχρεωτικό σταθμό στην καριέρα τους και απλώς περιμένει ο καθένας να περάσει το δικό του τραίνο, που θα τον οδηγήσει στην επόμενη και ποιο επιθυμητή γι’ αυτόν στάση.
Το ίδιο έπραξαν και με το περίφημο θέμα του σεμιναρίου, στο οποίο δίδαξε ο Ρήγας. Στο ιδιαίτερα σοβαρό θέμα της επιμόρφωσης το Δ.Σ. ήταν και πάλι “απών“.
Γι’ αυτό το θέμα έχει υιοθετηθεί στην πράξη –λόγο αδράνειας– η λανθασμένη άποψη ότι, επιμόρφωση σημαίνει κατά βάση πληθώρα σεμιναρίων από διάφορους επώνυμους ομιλητές, γεγονός που αγνοεί την ανάγκη να υπάρχει πάντα ένας συντονισμός των ομιλητών σε μια ενιαία κατεύθυνση, όσον αφορά στην επεξήγηση των κανονισμών. Επιμόρφωση, βέβαια, σημαίνει και πολλά άλλα, που ίσως δεν είναι του παρόντος.
Όμως, όταν λείπει η σοβαρότητα και η διάθεση να ασχοληθείς ουσιαστικά με το θέμα, τότε μπορεί ο κάθε Ηλίας Κορομηλάς να παίζει τα παιχνίδια του μέντορά του και μάλιστα εξ αποστάσεως και όλοι οι άλλοι να δηλώνουν εκ των υστέρων άγνοια.
Αλήθεια, πόσο πιστευτό μπορεί να γίνει το επιχείρημα της άγνοιας, σε μια εκδήλωση που έχει ανακοινωθεί από το επίσημο site του Συνδέσμου για μία εβδομάδα μετά; Δεν υπήρχε η δυνατότητα στο Δ.Σ. να επανεξετάσει τη στάση του και να επιβάλλει την άποψη της πλειοψηφίας, αν αυτό ήταν το πρόβλημα;
Κατά τη γνώμη μου ποτέ και κανένας δεν διαφώνησε ούτε συμφώνησε. Καλυπτόμενοι όλοι πίσω από την ανυπαρξία τους, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να μην είχαν δημιουργήσει προσωπικές αντιθέσεις και να περάσει το σεμινάριο αθόρυβα, γιατί όπως και να το κάνουμε θέσεις δεν μοιράζει μόνο η ΚΕΔ – ΕΟΚ, μοιράζει και ο Ρήγας και για να λέμε και την αλήθεια είναι και περισσότερο ελκυστικές.
Όμως δεν τους βγήκε, η εξουσία που δεν ήταν διατεθειμένη να ακούει τον Ρήγα μέσα στα γραφεία της (έτσι τα νοιώθει) να μιλά 40 λεπτά για τον εαυτό του θορυβήθηκε και τέντωσε τα γκέμια. Ξαφνικά, ως δια μαγείας τότε, όλοι βρήκαν κάτι να διαφωνήσουν, να μαλώσουν, να κάνουν τους ξαφνιασμένους άντρες με παντελόνια.
Για όλους εμάς τους υπόλοιπους διαιτητές, μέλη του συνδέσμου, τα πράγματα ήταν ποιο ξεκάθαρα: Κανένας μας δεν έχει την πρόθεση να αμφισβητήσει τις ικανότητες του Ρήγα, σε καμία όμως περίπτωση κανείς συνάδελφος δεν είναι διατεθειμένος να συμμετέχει ενεργά στα παιχνίδια εξουσίας, που παίζονται εδώ και χρόνια μεταξύ του Ρήγα και της ΕΟΚ – ΚΕΔ.
Κανένας μας δεν έχει τη διάθεση να βρεθεί ανάμεσα στον ναρκισσισμό και τώρα πια τις επικίνδυνα άρρωστες φιλοδοξίες του Ρήγα (ποιος άλλος τίτλος άραγε του λείπει;) και τη στενόμυαλη άρνηση της ηγεσίας της ελληνικής διαιτησίας να δεχθεί -με προϋποθέσεις- τις αναμφισβήτητες διδακτικές του ικανότητες.
Οι διαιτητές της Αττικής έχουν πληρώσει ακριβά αυτό το παιχνίδι και αν αναζητάτε τον λόγο της ηχηρής απουσίας τους από το σεμινάριο θα τον βρείτε στην άρνησή τους να πάρουν μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι.
Σίγουρα ο “γιαλός είναι στραβός” με όλες αυτές τις διαμάχες των εχόντων την εξουσία, όμως άλλο τόσο σίγουρο είναι πως και το νέο Δ.Σ. “στραβά αρμενίζει“.
Δεν γνωρίζω αν οι κύριοι αυτοί έχουν συνειδητοποιήσει πως στο μικρό αυτό διάστημα που έχουν εγκατασταθεί στα γραφεία –αλλά δεν διοικούν– έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους και μεγαλύτερο της αξιοπρέπειάς τους.
Είναι δε κοινή αίσθηση πως αν συνεχίσουν με αυτόν τον τρόπο, δύσκολα θα αποφύγουν τη σύγκριση με την προηγούμενη διοίκηση.
Όσο, λοιπόν, είναι καιρός ας σοβαρευτούν και παράλληλα να μάθουν πως όποιος θέλει να ασκήσει διοίκηση πρέπει πρώτα να αγαπά αυτούς που διοικεί και μετά τον εαυτό του.
Στην αντίθετη περίπτωση ας παραιτηθούν.