Αν ήμουν πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Προπονητών, θα επέβαλα σε κάθε “ταλεντάκι” να αλλάξει υπηκοότητα. Θέλεις αγόρι μου να γίνεις προπονητής και είσαι Έλληνας; Μεγάλο λάθος. Ατόπημα! Δήλωσε Σέρβος, Μαυροβούνιος, πολίτης του Τρινιντάντ Τομπάκο κι έχεις σίγουρη θέση. Πού πας ρε καραμήτρο, Έλληνας και θέλεις να γίνεις προπονητής;
Επειδή (μάλλον αρχίζω να γερνάω) βαρέθηκα τους προσωπολάτρες, τους αγιογράφους, κι επειδή ποτέ δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά για να γράψω αυτό που πιστεύω, αν το αποψινό κοουτσάρισμα του Σωτήρη Μανωλόπουλου το είχε κάνει ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς, τώρα θα ήταν καλεσμένος του δημάρχου Αθηναίων, για να πάρει το χρυσό κλειδί της πόλης.
Αν αυτά που έκανε ο Αργύρης Πεδουλάκης τα είχε κάνει (με ανάλογο μπάτζετ, αντίστοιχους παίκτες) ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, θα είχε βγει διάταγμα από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να ονομάζονται όλα τα αγόρια που γεννιούνται τα επόμενα 10 χρόνια Ζέλικο ή Ζοτς.
Αν όσα έχει πετύχει σε έναν χρόνο (και σε μία μέρα) ο Άρης Λυκογιάννης τα είχε πετύχει κάποιος με κατάληξη -ιτς, θα απονέμονταν δίπλωμα από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ θα έμπαινε ως θέμα προς συζήτηση στα κανάλια η μετονομασία της πλατείας Ομονοίας, εκεί όπου -φυσικά- θα στήνονταν ο ανδριάντας του.
Αν ήταν Ιταλός, ή Γάλλος ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, τουλάχιστον ένα πλοίο θα είχε πάρει το όνομά του, αφήστε δε που θα μετατρέπονταν σε αργία η 21η Μαρτίου, ημέρα γέννησής του.
Είμαι υπερβολικός; Ίσως και να ‘μαι. Όμως έχω κουραστεί να διαβάζω απόψεις για την ανεπάρκεια των Ελλήνων προπονητών (“πού πας ρε με τον Σφαιρόπουλο…” έλεγαν οι μεν, “θα το ζήσουμε κι αυτό” έλεγαν για τον Πεδουλάκη οι άλλοι, “μα… προπονητής ο Σωτηράκης” μονολογούσαν οι “ψαγμένοι“).
Δεν μηδενίζω (σε καμία περίπτωση) ούτε τις επιτυχίες του “τεράστιου” Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ούτε του “δασκάλου” Ντούσαν Ίβκοβιτς, αλλά έλεος. Πέρασε ένας χρόνος για να αντιληφθούμε πως ο Παναθηναϊκός απέκτησε τον Μποχωρίδη. Απόψε καταλάβαμε γιατί συζητάμε τόσο καιρό για τον Χαραλαμπόπουλο, είδαμε τον Νέλσον και θυμηθήκαμε τον Αμερικανό που έπαιζε στον Ερυθρό Αστέρα (όχι το φάντασμα της όπερας, που βλέπαμε στο ΟΑΚΑ).
Έτυχε να παίξουν όλοι καλά, τη στιγμή που έλειπαν Διαμαντίδης, Παππάς, Γκιστ, Μπατίστα; Έτυχε ο Παναθηναϊκός να παίξει άμυνα, άγνωστη λέξη για τον… μετρ του “πάρτε την μπάλα και τρέξτε” Ιβάνοβιτς; Έτυχε για πρώτη φορά φέτος να δούμε τόση επιμονή στο “μις ματς απ“, στα “σημάδια” στην επίθεση; Έτυχε απόψε να γιορτάζουμε την ημέρα του αγίου δίποντου (44 σούταρε ο Παναθηναϊκός και μόλις 22 τρίποντα);
Η απάντηση είναι δεν έτυχε. Πέτυχε. Οι Έλληνες προπονητές, σας αρέσει δεν σας αρέσει, είναι μεταξύ των κορυφαίων της Ευρώπης, αν όχι οι κορυφαίοι της Ευρώπης. Κι όταν αποφασίσουν οι παράγοντες (αλλά κι όλοι εμείς) να τους εμπιστευτούν, θα μεγαλουργήσουν.
Έχω δει όλους τους σημαντικούς αγώνες του Παναθηναϊκού (όπως και του Ολυμπιακού), δια ζώσης. Το γράφω με όλους τους τρόπους, από την αρχή της χρονιάς: Πόνεσαν τα μάτια μου με το… ισπανικό μοντέλο του Μαυροβούνιου κόουτς. Επιτέλους, είδα μπάσκετ με αρχές.
Αντί επιλόγου: Γι’ αυτούς που θέλουν να βλέπουν 120 πόντους από κάθε ομάδα και θαρρούν ότι το μπάσκετ είναι τρέξιμο, σουτ και καρφώματα, συγγνώμη για την άμυνα.